17/12/16

HARAKIRI a.k.a SEPPUKU (1962)


Έχοντας ήδη κάνει ποστ για δύο ταινίες του τεράστιου Ακίρα Κουροσάβα, θεώρησα πως ήρθε η στιγμή να τιμήσω και έναν άλλο μεγάλο Ιάπωνα σκηνοθέτη, τον Μασάκι Κομπαγιάσι. Έναν δημιουργό που σίγουρα δεν άφησε πίσω του την κληρονομιά του πρώτου, άλλα μας πρόσφερε μερικές σπουδαίες ταινίες, όπως την 9ώρη αντιπολεμική τριλογία Ningen no jôken (a.k.a Human Condition), το Jôi-uchi: Hairyô tsuma shimatsu (a.k.a Samurai Rebellion), το μεταφυσικό Kwaidan και φυσικά το Harakiri. Το κορυφαίο του έργο και ένα απο τα σημαντικότερα στην ιστορία του σινεμά κατά την ταπεινή μου άποψη.

Το φιλμ εξελίσσεται κατά την περίοδο της ειρήνης που ακολούθησε τους πολέμους και τις διενέξεις μεταξύ των διάφορων αρχόντων της φεουδαρχικής Ιαπωνίας. Η κεντρική εξουσιά, το σογκουνάτο, καταργεί αρκετές απο τις υφιστάμενες φατρίες και αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλοί σαμουράι να μένουν χωρίς αφέντη και επομένως χωρίς τρόπο βιοπορισμού. 

Ορισμένοι εξ αυτών, θέλοντας να γλιτώσουν την ατίμωση της επαιτείας ή γενικότερα μιας ζωής χωρίς τιμή (όπως αυτοί τουλάχιστον την αντιλαμβάνονται έτσι), παρουσιάζονται στις πύλες των εναπομείναντων φατρίων και ζητούν να τους δωθεί χώρος ώστε να τελέσουν σεπούκου (γνωστότερο και ως χαρακίρι). Δηλαδή να αφαιρέσουν την ίδια τους τη ζωή βάσει του παραδοσιακού κώδικα τιμής των σαμουράι, του bushido. Οι περισσότερες φατρίες όμως αρνούνται να κάνουν αποδεκτό κάτι τέτοιο και συνήθως τους προσφέρουν κάποια χρήματα και τους διώχνουν μακριά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τους παίρνουν ακόμα και υπο τη σκέπη τους. Παρατηρείται λοιπόν το φαινόμενο ένα μεγάλο ποσοστό απο αυτούς τους πεινασμένους και απελπισμένους ρόνιν να ζητούν προσχηματικά να κάνουν χαρακίρι, με απώτερο σκοπό να έχουν κάποιο όφελος απο όλο αυτό. Πράγμα που θεωρείται απο όσους είναι αυστηρά προσκολλημένοι στον κώδικα τιμής, τεράστια προσβολή και ευτελισμός του bushido.

Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, ο Τσουγκούμο Χανσίρο, είναι ένας ακόμα πρώην σαμουράι που εμφανίζεται κάποια στιγμή στη βάση του οίκου Ίγι και εκφράζει την επιθυμία να τελέσει χαρακίρι. Ο ανώτερος σύμβουλος της φατρίας, προσπαθώντας να τον αποτρέψει απο αυτή την απόφαση, του διηγείται την ιστορία κάποιου άλλου ρονίν που πέρασε απο εκεί πριν κάτι μήνες έχοντας το ίδιο αίτημα. Το όνομα του ήταν Τσιτζίγουα Μοτόμε και ανήκε κιόλας στην ίδια, διαλύμενη πλέον, φατρία που υπηρετούσε και ο Χανσίρο. Ο Μοτόμε σύμφωνα με τον σύμβουλο δεν είχε πραγματική πρόθεση να αυτοκτονήσει, άλλα αηδιασμένοι από την ατιμωτική του συμπεριφορά, αντί να του δώσουν κάποια βοήθεια, η οποία θα έφερνε ντροπή στον οίκο και πλήθος ακόμα επιτήδειων στις πύλες τους, αποφάσισαν να τον πιέσουν να πάει μέχρι τέλους.

 Σε ένα βασανιστικό τελετουργικό, ο Μοτόμε αναγκάστηκε να ξεκοιλιάσει τον εαυτό του χρησιμοποιώντας ένα ξίφος που η λεπίδα του ήταν φτιαγμένη απο μπαμπού (άρα καθόλου κοφτερή), παρατείνοντας έτσι τo μαρτύριο του ακόμα περισσότερο από όσο ήταν απαραίτητο. 


 Ο Χανσίρο παρά την ιστορία του συμβούλου παραμένει αμετακίνητος στο αιτημά του. Όλα είναι πλέον έτοιμα για το χαρακίρι. Ή σχεδόν όλα, αφού όταν ο Χανσίρο ζητάει κατά σείρα τρείς απο τους πιο σπουδαίους σαμουράι των Ίγι να είναι οι βοηθοί του στην τελετή, αποδεικνύεται πως όλοι απουσιάζουν εντελώς απροσδόκητα. Ο σύμβουλος στέλνει ανθρώπους να δούνε τι έχει συμβεί και στο μεσοδιάστημα ο Χανσίρο αποφασίζει να διηγηθεί και εκείνος μια ιστορία με τη σειρά του. Αυτό που ακολουθεί είναι το ξεδίπλωμα ενός δράματος, μιας που όπως αποδεικνύεται ο Χανσίρο και ο Μοτόμε σχετίζονταν, όντας δεμένοι μάλιστα και με οικογενειακούς δεσμούς.

Το έργο είναι ένας σκηνοθετικός θρίαμβος. Ο Κομπαγιάσι αγγίζει την τελειότητα με τα υπέροχα κάδρα και πλάνα του, δημιουργώντας αξεπέραστες εικόνες και ένα κλίμα του οποίου την ένταση νιώθεις στο πετσί σου. Οι μακρείς, άδειοι και σιωπηλοί διάδρομοι της βάσης των Ίγι αντικατοπτρίζουν ιδανικά το βάρος της παράδοσης και τον μονόδρομο της κοινωνικής απαίτησης. Ίσως και την κενότητα όλων αυτών. Όποιος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα πρότυπα τιμής και ανδρισμού που επιβάλει ο κώδικας θεωρείται μίασμα και απαξιώνεται. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;  Mήπως τα παραπάνω σε τελική ανάλυση είναι μόνο ένα προσωπείο με λίγη εώς και καθόλου ουσία; Μια ταύτιση που ακόμα και εκείνοι που την υποστηρίζουν με θέρμη στα λόγια, αδυνατούν να την υποστηρίξουν στην πράξη; Η απάντηση έρχεται μέσα απο τα λόγια του Χανσίρο, άλλα και τις πράξεις του Μοτόμε που φαινομενικά είναι ο πιο αδύναμος και "θηλυκός" αντρικός χαρακτήρας της ταινίας. Όποιος εμμένει σε σύμβολα και αντικείμενα δεν μπορεί να κάνει ούτε το ελάχιστο καλό, ακόμα και στους πιο αγαπημένους του ανθρώπους. Αντίθετα, εκείνος που έχει μόνο αγάπη μέσα του φτάνει μέχρι και στην κόλαση για αυτούς. Μια κόλαση που δυστυχώς δεν δημιούργησε κανένας θεός ή διάολος, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. 

Ερμηνευτικά, ο Τατσούγια Νακαντάι (Χανσίρο), όπως στο Ραν έτσι και εδώ, είναι καταπληκτικός. Η αποδοσή του στο Ραν βέβαια είναι κάτι το εξωπραγματικό, άλλα και εδώ κάθε βλέμμα, κάθε κουβέντα, κάθε αντιδραση του είναι τόσο αληθινά που φορές μοιάζουν αβάσταχτα. Ένας εξαιρετικός ηθοποιός που αξίζει να κυνηγήσει κανείς τη φιλμογραφία του. Αυτός και ο, πολύ διασημότερος του, Τοσίρο Μιφούνε είναι πιθανότατα οι δύο πιο σπουδαίοι Ιάπωνες ηθοποιοί του 20ου αιώνα. Το υπόλοιπο καστ στέκεται επίσης στο ύψος των περιστάσεων, τιμώντας το όραμα του σκηνοθέτη και το πνεύμα της ταινίας. 
Η μουσική, όσες φορές χρησιμοποιείται, αλλόκοσμη και τραγική στοιχειώνει την ατμόσφαιρα και εντείνει το αίσθημα της αγωνίας και της ματαιότητας συνάμα. Για άλλη μια φορά οι Ιάπωνες φαντάζουν τόσο κοντά στην αρχαία ελληνική τραγωδία, που δεν μπορείς πάρα να πιστέψεις ότι υπάρχει κάποια κρυφή σύνδεση. Ειλικρινά δεν μπορώ να βρώ κάποιο πραγματικό μειονέκτημα στο φιλμ αυτό. Ίσως μόνο το γεγονός ότι κάποιες μονομαχίες δεν αποδίδονται με τόσο ιδανικό, κατά την άποψη μου, τρόπο ή και παραλείπονται ακόμα. Όμως δεν είναι αυτό η ουσία του έργου και σίγουρα δεν πρόκειται κανείς να εστιάσει εκεί μετά την παρακολούθηση αυτού του αριστουργήματος.

Πρόκειται για μια ιδιοφυή δημιουργία που προκαλεί την κατεστημένη ηθική, στοχάζεται πάνω στη θέση του ανθρώπου στην κοινωνία, καθώς και της κοινωνίας στην ιστορία και την παράδοση. Την προτείνω ανεπιφύλακτα. Ακατάλληλη μόνο για θεατές αποκλειστικά εύπεπτων ταινιών, ανυπόμονους και όσους δεν μπορούν να δουν πέρα απο τη μύτη τους. 

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 9,5/10


Yγ. Η ταινία έχει και remake (Ichimei του 2011) απο τον Τακάσι Μίικε, το οποίο δεν έχω δει, αλλά αμφιβάλλω ότι μπορεί να φτάσει το πρωτότυπο. Έχει μπει στην playlist παρόλα αυτά.

5/11/16

DEAD SNOW 2: RED VS DEAD (2014)


Είχα δει το πρώτο Dead snow πριν κάμποσα χρόνια και για να πω την αλήθεια ούτε που το θυμόμουν καλά-καλά πριν δω και το δεύτερο. Μου είχε μείνει μόνο ότι ήταν ένα αρκετά gory και συμπαθητικό ζομποφιλμάκι, αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα το τρομέρο, καλό για φαν του είδους πάντως. Ευτυχώς το Dead snow 2 κάνει μια καλή σύνοψη της πρώτης ταινίας στην εισαγωγή (λογικό κιόλας, αφού συνέχιζει απο εκεί που τελειώνει το DS), όποτε μπορεί κάποιος να το παρακολουθήσει χωρίς να χρειάζεται να ανατρέξει εκεί.

Ο πρωταγωνιστής μας, ο Μάρτιν, είναι ο μόνος που έχει επιζήσει απο το μακελειό του προηγούμενου φιλμ και ενώ νομίζει πως έχει γλιτώσει με μοναδική απώλεια ένα κομένο χέρι (α ναι, και μια νεκρή φιλενάδα), διαπιστώνει στην πορεία ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Τα νάζο-ζόμπι ξύπνησαν αρχικά για να διεκδικήσουν πίσω τον θησαυρό τους που σφετερίστηκαν αυτός και οι φίλοι του, άλλα τώρα έχουν βάλει στο μάτι μια ολόκληρη πόλη της Νορβηγίας, το Τάβλικ. Αυτό γιατί στον διοικητή τους, ονόματι Χέρζογκ, είχε ανατεθεί αυτοπροσώπως απο τον ίδιο τον Χίτλερ να αφανίσει κάθε κάτοικο της πόλης, ύστερα απο ένα σχετικό σαμποτάζ που διαπράχθηκε εκεί εναντίον των ναζί στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Και αν ξέρουμε κάτι για τους ναζί, εκτός απο το ότι ήταν μισανθρωπικά σκατά με πόδια, είναι πως είχαν πάντα υψηλό το αίσθημα της ευθύνης. Ο Μάρτιν λοιπόν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει και επιχειρεί να αποτρέψει την διαφαινόμενη κατάληξη. Στην προσπάθεια αυτή τον βοηθάνε μια ομάδα τριών αμερικάνων geeks που ονομάζεται zombie squad, ένας ιδιόρυθμος υπάλληλος του πολέμικου μουσείου και στην πορεία και μια ομάδα σοβιετικών ζομπι που ήταν στρατιώτες κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Δυνατό σενάριο, έτσι; 

Πάμε στο ζουμί τώρα. Το έργο τα σπάει και δεν παίρνει ούτε αιχμαλώτους. Έχει βέβαια κάποια στοιχεία που μπορούν να θεωρηθούν κιτς και τραβηγμένα απο τα αυτιά (μπορεί να συμβεί ακόμα και σε ζομποταινία που είναι εξ ορισμού τραβηγμένη). Π.χ. τα νάζο-ζόμπι του πρώτου φιλμ προφανώς τώρα έχουν και μαγικές ικανότητες, αφού εκτός απο το να είναι απέθαντοι μπορούν να κάνουν μεταμοσχεύσεις μελών χωρίς κανένα απολύτως μέσο. Απλά τοποθετούν ένα κομένο χέρι εκεί που κάποιος έχει ελλειψή χεριού και αυτό "δένει". Επίσης ο Χέρζογκ έχει την ικανότητα να ανασταίνει τους πεθαμένους (ο πρωταγωνιστής αναφέρει χαρακτηριστικά, φανερώνοντας την χιουμοριστική/αυτοκριτική διάθεση του σκηνοθέτη Tόμυ Γούιρκολα, "το κάνουν και αυτό τώρα;") και να δημιουργεί μια στρατιά απο υποτακτικά ζόμπι στην υπηρεσία των ναζιστικών "ιδεωδών". Βρε τι μου θυμίζει...

Αν έχετε φτάσει στο σημείο εκείνη να κάνει μπάνιο και εσύ
να χέζεις, σας αξίζει ο θάνατος απο ένα ναζο-ζόμπι!

Πέρα απο αυτά, που έχουν και ένα cool παράγοντα πάνω τους αν το δεις απο άλλη οπτική γωνία, έχουμε ένα απίστευτα διασκεδαστικό έργο που συνδυάζει το gore και την κωμωδία μαεστρικά. Ο Γούιρκολα δεν χαρίζεται πουθενά. Παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένοι, άπαντες πεθαίνουν με τους πιο αιματηρούς και συχνά και με τους πιο αστείους τρόπους. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν υπέροχα τους ρόλους τους, κάνοντας έτσι όλους τους χαρακτήρες ενδιαφέροντες και αληθοφανείς. Βοηθάνε και οι καλογραμμένοι διάλογοι σίγουρα, αλλά παρ' όλα αυτά τέτοιο προσεγμένο καστ πολλές φορές δεν το βλέπεις ούτε σε υπερπαραγώγες. Το χιούμορ δίνει και παίρνει με κοινωνικά/πολιτικά σχόλια, αναφορές στην ποπ κουλτούρα (κυρίως στον πόλεμο των άστρων) και σε διάφορα στερεότυπα, ενώ παράλληλα η ταινία κλείνει το μάτι στον ίδιο της τον εαυτό ("This hasn't happened before, you created a new genre man"). Επιπλέον μας προσφέρει, έστω και για λίγα λεπτά, το πιο bad-ass ζόμπι στην ιστορία του κινηματογράφου, τον σοβιετικο διοικητή Σταβάριν. Ο μόνος που κατάφερε να δείχνει πιο τρομαχτικός και απειλητικός απο τον ανελέητο Χέρζογκ. Παράλληλα έχουμε και τη παρουσία του πιο φιλικού και βασανισμένου ζόμπι που είδαμε ποτέ. Ένα ζόμπι που θα έκανε ακόμα και το Νίκο Ξανθόπουλο να μοιάζει Γκαστόνε. Δείτε το φιλμ και θα καταλάβετε.

Σκηνοθετικά η ταινία είναι αξιοπρεπέστατη, με κάποιες εντυπωσιακές σκηνές που φανερώνουν την ύπαρξη ενός ικανοποιητικού μπατζετ. Δεν είναι και άριστο, αλλά ο Γουιρκόλα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί με αυτά που έχει. Επίσης υπάρχουν κάποια λογικά κενά στο στόρι που όμως δεν μας νοιάζουν καθόλου, μιας που συνολικά το φιλμ είναι μια πολύ ευχάριστη εμπειρία. Τόσο πολύ που θα το σύγκρινα ανετά με το Shaun of the dead ή το Braindead. Φυσικά εδώ δεν έχουμε ανίερα και αλλόκοσμα ζόμπι, αλλά ανελέητα ζόμπι σε αποστολή. Προσωπικά αν και μεγάλος φαν του πρώτου είδους, μπορώ να πω ότι ευχαριστήθηκα εξίσου αυτή την εκδοχή των νεκροζώντανων.

Τα πολλά λόγια είναι φτώχια, άλλο ένα must-see για τους φαν του καλτ σινεμά...

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 7,5/10

11/10/16

THE 36TH CHAMBER OF SHAOLIN (1978)


Οφείλω να ομολογήσω ότι ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερος φαν του κινέζικου κινηματογράφου, ούτε ειδικότερα των kung-fu movies. Ίσως γιατί η αισθητική των περισσότερων παλιών ταινιών μου βγάζει μια υπέρ το δέον καμενίλα, ενώ οι αντίστοιχες νέες προσπαθούν να είναι τόσο ποιητικές που καταντούν φλύαρες. Νιώθω ώρες-ώρες πως επιχειρούν να εντυπωσιάσουν το δυτικό κοινό με ανατολικοφιλοσοφικά "mambo-jumbo" σα να ήταν χάντρες για τους ιθαγενείς.

Πέραν τούτου, ειδικότερα στα kung-fu φιλμάκια οι χορογραφίες των μαχών είναι φορές τόσο εκτός πραγματικότητας που δεν μπορείς να πάρεις στα σοβαρά αυτό που βλέπεις. Υπερβολή πάντα παίζει στις ταινίες πολεμικών τεχνών, άλλα αμα βλέπεις τον άλλο να περπατάει στον αέρα, σχεδόν σα να πετάει, κάπου δεν ξέρεις αν πήγες να δεις kung-fu ή επιστημονική φαντασία. Ίσως πάλι να μην τρελαίνομαι, γιατί πάντα με τραβούσαν πολύ περισσότερο οι Ιάπωνες και οι Κορεάτες σχεδόν σε όλα, απο το πως ακούγεται η γλώσσα τους μέχρι τη γενικότερη κουλτούρα και τις πολεμικές τους τέχνες. Οι Κινέζοι πάντα μου φαινόταν πιο ξένοι, λίγο "εξωγήινοι". Παρ' όλα αυτά, το παρόν έργο αποτελεί εξαίρεση και μάλιστα πρόκειται για αγαπημένη καλτίλα που βλέπω ξανά απο καιρού εις καιρόν.

Ο κεντρικός ήρωας είναι ο νεαρός Λιού Γιού-τε που μαθητεύει σε μια σχολή ηθικής/φιλοσοφίας θα μπορούσαμε να πούμε, που όμως στην πραγματικότητα δεν είναι πάρα μια βιτρίνα για την οργάνωση των ντόπιων Καντονέζων εναντίον των Μαντζουριανών εισβολέων της δυναστείας Τσινγκ. Ο Λιού Γιού-τε οργανώνεται και μάλιστα επιδεικνύει αρκετά εκτεταμένη αντιστασιακή δράση. Όλα αυτά μέχρι που οι Μαντζουριανοί ανακαλύπτουν τι συμβαίνει, διώκουν και σκοτώνουν πολλούς συναγωνιστές του, αλλά και την οικογένεια του. Ο Λιού Γιού-τε φυγαδεύεται άρον-άρον και αποφασίζει ότι για να μπορέσει να εκδικηθεί και να είναι πραγματικά χρήσιμος προς τους συμπατριώτες του, θα πρέπει να πάει στο ναό των Σαολίν ώστε να μάθει kung-fu. Εκεί πέρα καταφέρνει να τον δεχτούν οι μοναχοί, λαμβάνει το όνομα Σαν-Τε και εν καιρώ, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, περνάει απο διάφορες δοκιμασίες.

Οι δοκιμασίες αυτές έχουν ως στόχο να εκπαιδεύσουν το σώμα (άλλα και το μυαλό) σε διάφορες προκλήσεις στις οποίες οφείλει να μπορεί να ανταπεξέλθει κάποιος που θέλει να μάθει kung-fu. Κάποιες εξ αυτών έχουν να κάνουν με την ταχύτητα και την ευκινησία του σώματος, τη δύναμη των άκρων και του κορμού, καθώς και την περιμετρική όραση. Συνολικά όλες οι δοκιμασίες λαμβάνουν χώρα σε 35 αίθουσες, με την ανώτερη (την 1η) να είναι αφιερωμένη στη διαδασκαλία του Βούδα. Ο Σαν-Τε καταφέρνει μετά απο κάμποσα χρόνια να ολοκληρώσει τις 34 πρώτες αίθουσες και με τη βοήθεια του ηγούμενου αποχωρεί απο το ναό για να πάρει την εκδίκηση του, άλλα και να φέρει πίσω νέους πατριώτες Καντονέζους με ζήλο για το kung-fu. Νέους που θα τους δίνει ο ίδιος μια βασική εκπαίδευση στη καινούρια αίθουσα του ναού, την 36η.

Το έργο είναι πιθανότατα η πιο ολοκληρωμένη ταινία πολεμικών τεχνών που έχω δει. Σε κρατάει απο την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς να κάνει πουθενά κοιλιά. Ειδικά το κομάτι της εκπαίδευσης του Σαν-Τε σε μαγνητίζει και θα είναι ψέμα αν κάποιος το δει και πει ότι δεν φαντάστηκε τον εαυτό του στη θέση του. Όλοι μας γοητευόμαστε με την ιδέα της αυτοβελτίωσης και της δοκιμής των ορίων μας, άσχετα αν οι περισσότεροι δεν μπαίνουμε ποτέ στη διαδικασία αυτή. Ο πρωταγωνιστής είναι αυθεντικά ενδιαφέρων και συμπαθής και για αυτό πιθανότατα μπορείς να ταυτιστείς μαζί του, ένα σημείο που πολλά φιλμ χάνουν πόντους συνήθως. Κανένα πρόβλημα εδώ όμως, ο Γκόρντον Λιού (συμμετείχε και στα δύο Kill Βill) διαπρέπει στην ερμηνεία του και δημιουργεί έναν εικονικό χαρακτήρα, που ο μόνος που μπορεί να συγκριθεί μαζί του είναι εκείνος του Μπρους Λη στο "Enter the dragon" (μια ταινία που μου αρέσει εξίσου σχεδόν). Και οι υπόλοιποι ηθοποιοί όμως είναι εξαιρετικοί και υπηρετούν το έργο με μεράκι. Οι χορογραφίες των μαχών είναι καλοσχεδιασμένες και εντυπωσιακές, αν και δε λείπει η υπερβολή που λέγαμε πριν. Σε ανεκτά επίπεδα πάντως.

Επιπλέον το φιλμ μας δίνει μια εικόνα για μια πραγματική ιστορική περίοδο, η οποία ακόμα και σήμερα θεωρείται απο τις πιο ντροπιαστικές της Κίνας. Επομένως υπάρχουν κάμποσα αξιόλογα πολιτικά και κοινωνικά σχόλια (όπως το αν πρέπει να παρεμβαίνει η θρησκεία σε κοσμικά ζητήματα), χωρίς όμως η ταινία να γίνεται δασκαλίστικη και να κουράζει. Ίσα-ίσα που πιστεύω πως υπάρχουν αρκετές ανάλαφρες, εννίοτε και αστείες, σκηνές που ολοκληρώνουν την εμπειρία. Η σκηνοθεσία του Λιού Τσιά-Λιάνγκ είναι συνολικά στιβαρή και προσεγμένη. Λίγα πράγματα με χάλανε, όπως τα όπλα που καταλαβαίνεις συχνά πως δεν είναι αληθινά, τα κλασικά ηχητικά της εποχής που είναι λίγο κωμικά, το αίμα που παραείναι κόκκινο (σύνηθες φαινόμενο στα έργα της περιόδου εκείνης) και η απότομη και λίγο βιαστική κατάληξη της τελικής μάχης. Πέραν αυτών η ταινία είναι διαμαντάκι και προτείνεται ανεπιφύλακτα.

Εν τέλει μου φαίνεται πως θα μπω στη διαδικασία να δω περισσότερα φιλμ του Shaw Brothers Studio. Ίσως να τους έχω αδικήσει λίγο τους φίλους κινέζους. 

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 8/10


 Υγ. Το έργο ακολούθησαν άλλες δύο ταινίες τις οποίες έχω στη κατοχή μου, αλλά δε θυμάμαι καθόλου. Πρέπει να ήταν καλές πάντως...  :P

Υγ.2 Μην το δείτε μεταγλωτισμένο.

6/9/16

LADY SNOWBLOOD (1973)


Είκοσι χρόνια περίπου πριν απο τα Kill-Bill vol.I/vol.II υπήρξε μια άλλη ιστορία εκδίκησης με θηλυκή ηρωίδα, που μάλιστα αποτέλεσε βασική πηγή εμπνευσής για τη διλογία του Ταραντίνο. Θα μπορούσαμε ακόμα και να πούμε ότι ο ιδιόρυθμος Κουέντιν έκλεψε τον βασικό άξονα της και έχτισε εκεί πάνω, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Το μόνο σίγουρο θετικό της υπόθεσης είναι ότι, με αφορμή τις ταινίες αυτές, πολλοί από εμάς που αγνοούσαμε την ύπαρξη του "Lady snowblood" ενημερωθήκαμε για τα καλά. Προσωπικά το ανακάλυψα εξαιτίας του υπέροχου "The flower of carnage" (που έγινε ευρέως γνωστό στη χώρα μας και απο την παρωδία "Το κρασάκι του τσου") απο το soundtrack του Kill-Bill. Το τραγούδι όπως διαπίστωσα στη συνέχεια είχε γραφτεί για το "Lady Snowblood" και εμηνεύτηκε καταπληκτικά απο την πρωταγωνίστρια του φιλμ, Μέικο Κάτζι.

Η Μέικο Κάτζι λοιπόν υποδύεται την Γιούκι, μια κοπέλα που γεννήθηκε μέσα απο τον θάνατο, μιας που η μητέρα της ξεψύχησε λίγο μετά τη γέννα, για να σπείρει με τη σειρά της τον θάνατο ή να πεθάνει προσπαθώντας. Ένα παιδί του κάτω κόσμου όπως τονίζεται συχνά μέσα στην ταινία. Η μητέρα της Γιούκι, η Σάγιο (Μιγιόκο Ακάζα), ήταν γυναίκα ενός δασκάλου που περί το έτος 1873, μέσα σε έντονες κοινωνικές αναταραχές, διορίστηκε σε κάποια επαρχιακή περιοχή της Ιαπωνίας. Κατά την άφιξη τους εκεί, τέσσερις κακοποιοί, εκμεταλευόμενοι τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη για να πλουτίσουν, επιτέθηκαν στην οικογένεια. Δολοφόνησαν τον άντρα της Σάγιο και τον μικρό γιο της, ενώ εκείνη τη βίασαν και ένας εξ αυτών την πήρε μαζί του ως προσωπική του σκλάβα. Η Σάγιο στην πορεία τον σκότωσε και για αυτή της την πράξη κατέληξε στη φυλακή. Εκεί αναγκάστηκε να αποπλανεί άντρες ώστε να μπορέσει να κάνει ένα παιδί που θα τελείωνε ό,τι εκείνη είχε αφήσει στη μέση. Αυτό ήταν η Γιούκι, που κάποια συγκρατούμενη της Σάγιο την πήγε απο πολύ νεαρή ηλικία σε ένα μοναχό, ο οποίος την εκπαίδευσε σκληρά επί χρόνια ώστε να εκπληρώσει το πεπρωμένο της. Και κάπου εκεί αρχίζει το ζουμί.

Βασικό ατού του έργου είναι η πρωταγωνιστριά του, που δεν αναλώνεται σε μια απλοϊκή απόδοση ενός γεμάτου μίσος, τυφλωμένου για εκδίκηση χαρακτήρα, άλλα δίνει πολύ περισσότερη υπόσταση. H Γιούκι πάνω απο όλα βαραίνεται απο την ηθική υποχρέωση απέναντι στην οικογένεια που δε γνώρισε ποτέ. Ο θεατής μπορεί να καταλάβει φορές πως η ηρωίδα θα ήθελε να απαλαχθεί απο αυτό το βάρος και απλά να ζήσει τη ζωή της σαν κανονικός άνθρωπος. Το γεγονός αυτό την κάνει πιο πειστική και οικεία στον θεατή, δημιουργώντας ακόμα-ακόμα και την απορία αν τελικά θα τα καταφέρει. Επιπλέον η μορφή της Μέικο Κάτζι είναι ιδανική. Η λεπτή σιλουέτα, το αλαβαστρινό δέρμα, τα μεγάλα υγρά μάτια και το έντονο βλέμμα της, την κάνουν σχεδόν εικονική φιγούρα. Η υποκριτική της είναι άρτια (το χάνει λίγο στις σκηνές που εξασκείται στο σπαθί), ενώ και οι υπόλοιποι ηθοποιοί κυμαίνονται σε αρκετά αξιοπρεπή επίπεδα.

To φιλμ αυτο καθ' αυτό έχει κάποια στοιχεία που για την εποχή πιθανότατα να θεωρούνταν καινοτομίες, όπως το χώρισμα της ταινίας σε αυτόνομα κεφάλαια και την παρεμβολή σκίτσων (απο το αντίστοιχο manga συνήθως), άλλα και στοπ-καρέ, με παράλληλη αφήσηση για την προώθηση της ιστορίας. Τα παραπάνω λειτουργούν ικανοποιητικά και σε συνδυασμό με μια υπόθεση που σε "κρατάει" δίνουν αρκετούς πόντους στο έργο. Στα συν επίσης οι όμορφες τοποθεσίες και ορισμένες εντυπωσιακές εικόνες που καταφέρνει να δημιουργήσει ο σκηνοθέτης (Τοσίγια Φουτζίτα).

Δυστυχώς υπάρχουν και κάμποσα πλην όμως. Πρώτα απο όλα η κινηματογράφηση. Ενώ γενικά ο Φουτζίτα υπηρετεί σωστά το είδος, προσθέτωντας στο ύφος της ταινίας με εννίοτε ασυνήθιστα και προχωρημένα (για τότε) πλάνα, το γεγονός πως η δράση ακολουθείται με κάμερα χειρός, άρα κατά διαστήματα υπάρχει αρκετό τρεμόπαιγμα, μπορεί να κάνει την θέαση του φιλμ κουραστική εμπειρία. Επίσης το κάνει να μοιάζει πιο "φτηνό", πράγμα που δεν απέχει και πολύ απο την πραγματικότητα, αφού φαντάζομαι ότι λόγω περιορισμένου μπάτζετ δε μπορούσαν να στήσουν ράγες και να κάνουν τη δουλειά σωστά. Συν τοις άλλοις, παρόλο που υπάρχει αρκετό gore στην ταινία, το πολύ φωτεινό κόκκινο που χρησιμοποιήθηκε για το αίμα ψιλοαναιρεί το έφφε και το κάνει να μοιάζει λιγότερο αληθοφανές. Προβληματάκια υπάρχουν και στις σκηνές δράσης που θα μπορούσαν να είναι μεγαλύτερες και πιο ενδιαφέρουσες, ενώ το έργο δεν στερείται και λογικών κενών στην πλοκή του.

 Γενικά πάντως έχουμε να κάνουμε με μια τίμια προσπάθεια, που τα ψεγάδια της όμως την εμποδίζουν να λάβει το cult status που θα είχε αν ήταν λίγο πιο προσεγμένη. Αν μιλούσαμε για μια campy b-movie θα την αντιμετωπίζαμε αλλιώς, αλλά εδώ δεν έχουμε τέτοια περίπτωση. Προσωπική μου άποψη είναι ότι η ταινία εκλιπαρεί για ένα πρέπον remake και ελπίζω να βρεθεί κάποτε κάποιος αρκετά μερακλής ώστε να μας το προσφέρει. Μέχρι τότε το "Lady snowblood" αξίζει μιας ευκαιρίας απο όλους.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 7/10

27/6/16

JOHNNY GOT HIS GUN (1971)


Ο Ντάλτον Τράμπο, όπως κάποιοι ίσως μάθανε και απο την πρόσφατη βιογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Μπράιαν Κράνστον, δεν είναι ένας τυχαίος συγγραφέας/σεναριογράφος. Είναι ένας απο τους 10 σεναριογράφους και σκηνοθέτες που μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αρνήθηκαν να καταθέσουν ενώπιον του Αμερικάνικου Κογκρέσου και να δώσουν εξηγήσεις για το υποτιθέμενο φιλοκομμουνιστικό έργο τους. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα φυλάκιση, καθώς και μακροχρόνια καλλιτεχνική απομόνωση. Επομένως σεβασμός στον άνθρωπο όπως και να έχει. Εν προκειμένω, στην συγκεκριμένη ταινία που αποτελεί την κινηματογραφική απόδοση του ομώνυμου του βιβλίου, εκτελεί και χρέη σκηνοθέτη. Επομένως απο αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε ότι αυτό που βλέπουμε στην οθόνη είναι λογικά ο,τι πιο κοντινό στο αυθεντικό όραμα του συγγραφέα. Αν δεν μπορεί να το πετύχει ο ίδιος που το έγραψε, τότε ποιός;

O Tζο Μπόναμ (Τίμοθι Μπότομς) είναι ένας, κάτι παραπάνω απο άτυχος, στρατιώτης που εξαιτίας μια οβίδας έχασε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο όλα του άκρα, καθώς και σχεδόν όλο το πρόσωπο του (μάτια, αυτιά, σαγόνι, δόντια και γλώσσα). Ο στρατιωτικός γιατρός είναι πεπεισμένος ότι ο εγκέφαλος του πλέον δεν λειτουργεί φυσιολογικά και ότι κάποιες κινήσεις του κεφαλιού του που συμβαίνουν εννίοτε είναι απλά αντανακλαστικές. Η αλήθεια όμως είναι αρκετά διαφορετική. Ο Τζο πράγματι δεν μπορεί να περπατήσει, δεν μπορεί να ακουμπήσει με δική του βούληση κάτι, δεν μπορεί να μιλήσει, ούτε να δεί και να ακούσει, όμως το μυαλό του παραμένει άθικτο. Η σκέψη του είναι ζωντανή και φυλακισμένη σε ένα σωμά που είναι πλέον εντελώς μη λειτουργικό. Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος για πόσο εφιαλτική κατάσταση μιλάμε.

Η ταινία χωρίζεται σε τρία μέρη ουσιαστικά που εναλλάσονται το ένα με το άλλο. Το ένα είναι το ασπρόμαυρο παρόν όπου γινόμαστε μάρτυρες των σκέψεων του Τζο για την "καταδίκη" του, καθώς και της προσπάθειας του να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Το δεύτερο είναι το πολύχρωμο (σχεδόν technicolor) παρελθόν των αναμνήσεων του Τζο, που δίνει στοιχεία για την οικογένεια και τον προηγούμενο βίο του. Το τρίτο είναι η φαντασία του Τζο όπου βλέπουμε τις πιο μύχιες σκέψεις του και βιώνουμε την αγωνία του. Δεν είναι τυχαίος βέβαια ο τρόπος που έχει επιλέξει ο Τράμπο να απεικονίσει κάθε κατάσταση. Το άθλιο και δυσοίωνο παρόν είναι ασπρόμαυρο, το παρελθόν που εκφράζει νοσταλγία για μια άλλη ζωή είναι πολύχρωμο, και βέβαια η φαντασία του Τζο συχνά γκροτέσκ και σκοτεινή. Καθόλου παράλογο άλλωστε όταν κάποιος είναι καταδικασμένος να ζει μια τέτοια ύπαρξη.

Το φιλμ είναι γεμάτο κοινωνικούς σχολιασμούς που δεν περιορίζονται απλά σε αντι-πολεμικά μηνύματα, αλλά πάνε ακόμα παραπέρα και αμφισβητούν το σύστημα σφαιρικά. Ο στρατιώτης που εξέπεσε απο το ηρωικό του στάτους σαν προστάτης της πατρίδας, τώρα αντιμετωπίζεται απο το κατεστημένο σαν ένα κομμάτι κρέας που απλά ζει. Δεν του αναγνωρίζεται καμία αξιοπρέπεια και ανθρώπινη υπόσταση πια. Ήταν ακόμη ένας αναλώσιμος που θυσίασε τη ζωή του στο όνομα διάφορων ασαφών εννοιών όπως δημοκρατία και ελευθερία. Ένας ακόμα νέος που χαραμίστηκε για να ζήσουν οι γέροι. Ένας ακόμα μικρός που μπήκε στη μηχανή του κιμά για να έχουν να τρώνε οι μεγάλοι αυτού του κόσμου. Και το έκανε με περισσή χαρά και αίσθημα καθήκοντος. Οι φανταστικοί διάλογοι του Τζο με τον Χριστό (Ντόναλτ Σάδερλαντ) δεν προσφέρουν καμία λύση για την συνθήκη στην οποία βρίσκεται, ούτε καν παρηγοριά. Η θρησκεία που επαίρεται πως έχει όλες τις απαντήσεις είναι και αυτή περιορισμένη.

Σε κάποια σεκάνς του έργου ο Τζο θυμάται μια φορά που είχε πάει για ψάρεμα με τον πατέρα του στον ποταμό. Ο πατέρας του, του δειχνει κάποια βράχια και του λέει πάνω-κάτω το εξής "βλέπεις αυτά τα βράχια; Κάποτε εκεί πέρα κυνηγούσαν ινδιάνοι. Οι άνθρωποι τους σκότωσαν και τους ρίξαν στο νερό. Aπό τότε εκείνο το σημείο έχει πολύ ψάρι". Ξεκάθαρο σχόλιο για το πως οι Η.Π.Α. (αλλά και πολλές χώρες ακόμα) αφάνισαν και εκμεταλεύτηκαν στο έπακρο ιθαγενείς πληθυσμούς και μειονότητες ώστε να μπορέσουν να γίνουν μεγάλες και τρανές. Τέτοια μηνύματα μπορεί να ανακαλύψει κανείς πάρα πολλά αν είναι προσεκτικός. Παρ' όλο που δεν έχω διαβάσει το βιβλίο φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν ακόμα περισσότερα εκεί. Η ταινία πάντως παραμένει ένα άκρως αντι-συστημικό μανιφέστο που διέπεται πλήρως απο τα ουμανιστικά ιδεώδη και την ανάγκη του Ντάλτον Τράμπο να μας κάνει να γυρίσουμε πίσω στην πηγή και την αλήθεια της υπαρξής μας. Την αγάπη.

Επιστρέφοντας στην τελευταία πρόταση της πρώτης παραγράφου, αν θα έπρεπε να κάνω κάποια κριτική στην ταινία, θα ελεγα οτι η σκηνοθεσία του Τράμπο μπορεί πιθανότατα να εκφράζει το όραμα του, απο την άλλη δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο να παρούσιασει οπτικά. Είναι μια πολύ τυπική σκηνοθετική προσπάθεια, που μάλλον αντανακλά το γεγονός ότι ο Τράμπο δεν ήταν σκηνοθέτης επί της ουσίας. Και αυτό αποτρέπει κάποιον απο το να χαρακτηρίσει σαν αριστούργημα ένα φιλμ που σαν πρωτότυπο υλικό έχει όλα τα φόντα. Δεν μπορώ να φανταστώ τι ταινία θα βλέπαμε αν σκηνοθέτης ήταν ο Κουροσάβα για παράδειγμα.

Μια ακόμα ένσταση που έχω αφορά την ερμηνεία του Μπότομς, o oποίος κυρίως στις στιγμές που βλέπουμε τον Τζο στη τωρινή του κατάσταση, με την αφηγησή του δεν πείθει πάντοτε ότι είναι ο άνθρωπος αυτός που βλέπουμε να υποφέρει στην οθόνη μας. Δεν γίνεται πάντα πραγματικά αισθητή η αγωνία του, ίσως και η πιθανή τρέλα που θα ήταν φυσικό να τον έχει πιάσει. Ακόμα και στην ώρα της απογνωσής του περνάει προς τα έξω ως συμβιβασμένος και ψύχραιμος, ενώ κάποιος θα περίμενε να βράζει μέσα του και να ακροβατεί μεταξύ λογικής και παράνοιας. Απώλεσε έτσι απο αυτή την προσέγγιση δύναμη και ρεαλισμό το έργο κατά την αποψή μου.

Εν κατακλείδι το "Johnny got his gun" είναι ένα κλασικό έργο με διαχρονικά και ζωτικής σημασίας διδάγματα, το οποίο χάνει την πλήρη καλλιτεχνική αρτιότητα στα σημεία, αλλά έχει ένα τόσο σπουδαίο υπόβαθρο που η θέαση του αποτελεί must. Όποιος δεν το έχει δει, μετά την ανάγνωση αυτού του κειμένου υποχρεούται να το πράξει.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 8,5/10

23/5/16

ERASERHEAD (1977)


Το Eraserhead είναι το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ντέηβιντ Λιντς και πιθανότατα το πιο "προσωπικό" του έργο. Έχουμε να κάνουμε με μια σουρεαλιστική απόδοση των βαθύτερων φόβων και ανησυχιών του σκηνοθέτη την περίοδο εκείνη, καθώς και αρκετών μέχρι τότε βιωμάτων του. Πολλοί θα βρουν την ταινία ακατάληπτη (σύνηθες φαινόμενο με τα φιλμ του Λιντς), παρ' όλα αυτά αν κάνει κάποιος την ερευνά του θα δει ότι υπάρχει μία λογική πίσω απο το χάος.

Ο Χένρυ Σπένσερ (Τζακ Νανς) είναι μάλλον ένας απλοϊκός και ακοινώνητος τύπος, ο οποίος ζει σε ένα μουντό, θορυβώδες και γενικά καταθλιπτικό βιομηχανικό περιβάλον. Ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπος με το γεγονός ότι έχει ένα εξώγαμο παιδί με την απόμακρη φιλενάδα του. Το νεογέννητο συν τοις άλλοις έχει μια κάπως εξωγηίνη μορφή που ομοιάζει με εκείνη ενός σκουληκιού. Τα σκουλήκια είναι ένας βασικός συμβολισμός της ταινίας και αναφέρονται στις αμαρτίες του Χένρυ και ουσιαστικά στον τρόπο με τον οποίο εκείνος βλέπει τον εαυτό του. Το δωμάτιο του, όπως θα παρατηρήσει κάποιος, είναι γεμάτο χώμα και νεκρά χορτάρια. Ένα μέρος δηλαδή που τα σκουλήκια μπορούν να ευδοκιμήσουν. Ο ίδιος αν και αναλαμβάνει την ευθύνη του παιδιού, βλέπει στην πράξη ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί την όλη κατάσταση. Κατατρώγεται απο τύψεις για το αποτέλεσμα των "αμαρτιών" του και αρχίζει να φαντασιώνεται μια διαφυγή.

Στα οράματα που έχει, την διαφυγή αυτή του την προσφέρει μια αλλόκοτη κοπέλα που βρίσκεται στo καλοριφέρ του δωματίου του. Η κοπέλα αυτή συμβολίζει επί της ουσίας τον θάνατο που θα πατάξει τις αμαρτίες του Χένρυ και θα του προσφέρει ζεστασιά (καλοριφέρ) και ηρεμία. Ηρεμία που αναζητά αγωνιωδώς ο πρωταγωνιστής και αυτο γίνεται ακόμα πιο εμφανές σε μια ονειρική σεκάνς, όπου επισκέπτεται πάλι την γκροτέσκ αυτή κοπέλα και ξαφνικά το κεφάλι του αντικαθίσταται απο εκείνο ενός σκουληκιού (Ο Χένρυ είναι το μωρό/σκουλήκι κατά βάση) και χρησιμοποιείται στη συνέχεια σαν υλικό για γομολάστιχες μολυβιών. Το κεφάλι του Χένρυ περιέχει όλες τις σκέψεις του και τις αναμνήσεις των αμαρτιών του, που θα σβηστούν με τον θάνατο όπως θα εξαφανιστεί και η γομολάστιχα με το τρίψιμο...

Είναι η πρώτη φορά που μπαίνω τόσο πολύ στην επεξήγηση ενός έργου και αυτό γιατί θεωρώ ότι για όσους το πρωτοδούν καλό είναι να υπάρχει ένα υπόβαθρο, ώστε να μην χαωθούν και να μπορέσουν να το απολαύσουν περισσότερο.Υπάρχουν και άλλοι συμβολισμοί και ενδιαφέροντα στοιχεία, άλλα δεν θα επεκταθώ παραπάνω. Έχω ήδη δώσει ένα επαρκές έναυσμα για να κάνει ο καθένας τους δικούς του συνειρμούς.

Η ταινιά πάντως στέκεται και απο μόνη της σαν ένα πολύ ξεχωριστό έργο τέχνης, ακόμα και τίποτα απολύτως να μην καταλαβαίνεις. Η ασπρόμαυρη εικόνα και η ύπαρξη σε μόνιμη βάση διαφόρων ηχητικών "παρασίτων" δημιουργούν μια απειλητική και τεταμένη ατμόσφαιρα. Οι σχέσεις των χαρακτήρων είναι προβληματικές όσο δεν πάει και η επικοινωνία προσχηματική. Όλο το φιλμ αποτελεί έναν εφιάλτη ο οποίος βρίθει τρομακτικών καταστάσεων, που εκφράζονται κυρίως με το μωρό/σκουλήκι, και νευρώσεων-εμμονών που απαντώνται στις φαντασιώσεις και την δυσλειτουργική συμπεριφορά του πρωταγωνιστή. Ο Τζακ Νανς ερμηνεύει με ιδανικό τρόπο έναν συναισθηματικά ανάπηρο και ενοχικό Χένρυ, συμβάλλοντας και αυτός καταλυτικά στο ιδιαίτερο στυλιζάρισμα της ταινίας. Υπάρχουν δύο-τρείς στιγμές που προκαλούν αυθεντικό τρόμο και αγωνία, σε τέτοιο βαθμό που το Eraserhead μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί και ως θρίλερ.

Ο Ντέηβιντ Λιντς κατάφερε να παρουσιάζει με το καλημέρα ένα φιλμ-σταθμό για τον cult κινηματογράφο. Όσοι δεν επιζητούν αποκλειστικά συμβατικές καταστάσεις ας πλησιάσουν με θάρρος. Αξίζει.

BΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 8/10

25/4/16

RAN (1985)


Ο Κουροσάβα είναι ένας σκηνοθέτης που θα τιμηθεί πολλές φορές εδώ πέρα. Δεν γίνεται αλλιώς άλλωστε, μιλάμε για έναν ιδιοφυή δημιουργό. Έναν άνθρωπο που αποτελεί κεφάλαιο για το παγκόσμιο σινεμά, έναν εθνικό θησαυρό για τους Ιάπωνες, που άφησε πίσω του ένα έργο βαθιά υπαρξιακό και πανανθρώπινο. Ολόκληρη η φιλμογραφία του κυμαίνεται μεταξύ του πολύ καλού και του αριστουργήματος. Και στην κορυφή όλων, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, βρίσκεται το Ran.

Πρόκειται ουσιαστικά για την μεταφορά του "Βασιλιά Ληρ" του Γουίλιαμ Σέξπηρ στην φεουδαρχική Ιαπωνία, πράγμα που είχε επιχειρήσει και άλλη φορά στο παρελθόν ο Κουροσάβα ("Ο θρόνος του αίματος" ήταν μεταφορά του "Μάκβεθ"). Αν λάβουμε υπόψιν μας ότι ο Σέξπηρ θεωρείται από πολλούς αισθητά επηρεασμένος απο τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς συγγραφείς, τότε βλέποντας το Ran αρκετοί θα αντιληφθούν πολύ πιο εύκολα γιατί το όλο σκηνικό μοιάζει τόσο οικείο φορές. Και πράγματι υπάρχουν σκηνές που το γενικότερο στήσιμο, η ατμόσφαιρα και οι ελάχιστες, άλλα καίριες, μουσικές παρεμβάσεις "μυρίζουν" Επίδαυρο. Ο Κουροσάβα μας προσφέρει ένα εξαιρετικό αμάλγαμα θεάτρου Νο και Σέξπηρ. Και κάπου εκεί μέσα αντηχεί πάντα έντονα το αρχαίο ελληνικό δράμα.

Ο άρχοντας Χιντετόρα, μετά από ένα όνειρο που αντιλαμβάνεται ως σημαδιακό, αισθάνεται ότι είναι αρκετά μεγάλος ώστε να να παραμένει αρχηγός του οίκου των Ιντζιμόντζι. Αποφασίζει να δώσει στον μεγαλύτερο γιό του (Τάρο) τον τίτλο μαζί με το πρώτο και πιο μεγαλοπρεπές κάστρο, ενώ στους άλλους δύο γιούς του αποφασίζει να δώσει το δεύτερο και το τρίτο κάστρο αντίστοιχα με την προτροπή να στηρίζουν τον Τάρο. Ο ίδιος διατηρεί τον τίτλο του μεγάλου άρχοντα μαζί με μια φρουρά τριάντα αντρών. Ο μόνος που διαφωνεί ουσιαστικά με την απόφαση του, είναι ο μικρότερος του γιός (Σαμπούρο), ο οποίος θεωρεί ότι ο πατέρας του είναι αφελής που πιστεύει οτι τα παιδιά του που μεγάλωσαν μέσα σε μια εποχή γεμάτη πόλεμο και έριδες θα δείξουν καλή πίστη, τιμώντας τον και μένοντας ενωμένοι. Παράλληλα καυτηριάζει τους αδερφούς του για τον κατ' επίφαση σεβασμό και την υπερβολική κολακεία τους απέναντι στον Χιντετόρα. Ο τελευταίος βρίσκει τρομερά αναιδή και ζηλόφθονη τη στάση του Σαμπούρο και τον εξορίζει. Η εξέλιξη των πραγμάτων δυστυχώς δικαιώνει τον βενιαμίν των Ιντζιμόντζι.

Η ταινία είναι ένα αριστούργημα απο όλες τις απόψεις. Οι ερμηνείες είναι καταπληκτικές με τον Τατσούγια Νακαντάι που υποδύεται τον Χιντετόρα να αξίζει όλα τα όσκαρ του κόσμου. Η απόδοση της πτώσης του άλλοτε σεβαστού και ισχυρού πολέμαρχου στην ανυποληψία και την τρέλα είναι συγκλονιστική. Το υπόλοιπο καστ τον ακολουθεί κατα πόδας με την Μίεκο Χαράντα που υποδύεται την γυναίκα του Τάρο να ξεχωρίζει. Ο χαρακτήρας της (Λαίδη Κάεντε) είναι πολύ βασικός, αφού στην ουσία αυτή υποκινεί όλες τις συγκρούσεις μέσα στο βασίλειο, και τον ερμηνεύει υποδειγματικά. Ιδιαίτερος και ο ρόλος του Σινοσούκε Ικεχάτα (Κιόαμι) που υποδύεται τον γελωτοποιό, πιστό συνοδοιπόρο του Χιντετόρα ακόμα και στην απόλυτη παρακμή του. Αποτελεί ουσιαστικά το ηθικό στοιχείο της ταινίας που εκφράζει τις πιο πικρές και δύσκολες αλήθειες. Όλοι οι ηθοποιοί υπηρετούν ιδανικά το έργο και καταλαβαίνουν για ποιό λόγο είναι εκεί, τι και πως πρέπει να το κάνουν. Δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που απλά να διεκπεραιώνει, ούτε καν οι κομπάρσοι. Αυτό είναι ένδειξη του πόσο σοβαρά και με μεράκι συμμετείχαν όλοι σε αυτό το εγχείρημα.

Το Ran εξερευνά σε βάθος έννοιες όπως η προδοσία, η ματαιοδοξία, η πίστη, η συγχώρεση, η εκδίκηση, η απληστία και η μοναξιά. Ο Κουροσάβα καταλαβαίνει πολύ καλά το πρωτότυπο υλικό και το πάει ένα βήμα παραπέρα, δίνοντας μεγαλύτερη υπόσταση σε αρκετούς χαρακτήρες. Όλο το έργο τονίζει εμφατικά πόσο μεγάλη ματαιοπονία είναι το κυνήγι της δύναμης, ειδικά όταν αυτή αποκτάται με δόλιους τρόπους και χωρίς την απαραίτητη σοφία ώστε να τη διαχειριστείς. Ο κάποτε πανίσχυρος άρχοντας καταλήγει προδομένος και βρίσκει την όποια συμπόνοια και πίστη σε ανθρώπους που αποπήρε και πλήγωσε. Οι κενόδοξοι και εγωκεντρικοί γίοι του δολοπλοκούν προσδοκώντας το μεγαλείο, εξυφαίνοντας όμως ασυνείδητα τον χαμό τους. Κανείς δεν ελέγχει τη μοίρα του σε έναν κόσμο τόσο σκληρό και αλλοιωμένο, ούτε ακόμα και αυτοί που έχουν τις καλύτερες προθέσεις. Τελικά η περισσότερη λογική και ουσία βρίσκεται στα λόγια του πιο ασήμαντου κοινωνικά χαρακτήρα, του "ανόητου" γελωτοποίου.

Η ιστορία αποτυπώνεται και οπτικά με τον αρτιότερο τρόπο. Η σχεδόν πάντα στατική κάμερα με τα καταπληκτικά κάδρα και η υπέροχη χρωματική παλέτα της ταινίας, δημιουργούν, όπως προείπα, την αίσθηση της θέασης αρχαίας τραγωδίας. Η δουλειά που έχει γίνει στον ενδυματολογικό τομέα είναι αξιομνημόνευτη. Το έχω ξαναγράψει άλλωστε, ο Κουροσάβα πάντα γνωρίζει τι θέλει και με ποιό τρόπο να το επιτύχει. Υπάρχει μια σεκάνς ειδικά κάποια στιγμή στην ταινία, που αποτελεί ποίηση αποτυπωμένη σε φιλμ. Όποιος την έχει δει ή πρόκειται να την δει, θα καταλάβει σίγουρα σε τι αναφέρομαι. Προσωπικά δεν μπορώ να βρω κανένα ψεγάδι σε αυτό το κινηματογραφικό έπος. Ακόμα και η διαρκειά του (πάνω απο δυόμιση ώρες), που μπορεί να κουράσει μερικούς, για εμένα δικαιολογείται απόλυτα. Για να αναπτυχθεί σωστά ένα τέτοιο έργο πρέπει να πάρει το χρόνο του. Όποιος δεν έχει την υπομονή ή τη διάθεση να το βιώσει και να "βυθιστεί" σε αυτό, μπορεί να δει κάτι άλλο.

Εδώ μιλάμε για μια απο τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, εδώ γινόμαστε μάρτυρες αυθεντικής τέχνης κατευθείαν απο την "θεϊκή μήτρα". Δεν τίθεται καν ζήτημα αν προτείνεται ή οχι. Το οφείλετε στον εαυτό σας.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 10/10

22/4/16

PROFONDO ROSSO (1975)


Έχοντας δει σχεδόν τα άπαντα του Ντάριο Αρτζέντο, μπορώ να πω, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά εμένα, πως το συγκεκριμένο giallo θριλεράκι είναι ο,τι αρτιότερο έχει να επιδείξει στην φιλμογραφία του. Κάποιοι θα βιάζονταν να αντιπαρατάξουν το Suspiria, που είναι αναμφισβήτητα τo μεγάλο σουξέ του Αρτζέντο, ή και κάποιο άλλο "πόνημα" του συμπαθούς Ιταλού, όμως εγώ τούτο εδώ αναγνωρίζω ως το ζενίθ του καλλιτέχνη.

Αυτό γιατί βασίζεται σε μια αρκετά αξιοπρεπή ιστορία, που στο τέλος δικαιόλογει το σασπένς που έχει μεσολαβήσει μέχρι τότε και άρει οποιοδήποτε χάωμα με ένα απλό, άλλα ιδιαίτερα έξυπνο, εύρημα. Σε αντίθεση με το Suspiria π.χ. όπου η ταινία οδηγείται περισσότερο από τις σουρεαλιστικές διαθέσεις του Aρτζέντο και το τέλος, παρ' ότι χαρακτηριστικότατο και εμφατικό, μπορεί ακόμα να σε αφήσει ανικανοποίητο. Το Profondo rosso δεν βάζει τέτοια στοιχήματα, βρίσκει με σιγουριά το στόχο του.

O πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Μάρκους, ένας πιανίστας που γίνεται εξ αποστάσεως μάρτυρας της δολοφονίας ενός μέντιουμ που ζεί στο ίδιο κτήριο με εκείνον. Σπεύδοντας στο διαμέρισμα του μέντιουμ, όπου έγινε το έγκλημα, ο Μάρκους δε βρίσκει τον δολοφόνο, συνειδητοποιεί όμως κατά την διάρκεια της αστυνομικής έρευνας ότι απο το σπίτι λείπει κάποιο αντικείμενο που είδε όταν έφτασε αρχικά εκεί. Αρχίζει να εμπλέκεται λοιπόν και αυτός ενεργά με την όλη υπόθεση, ξεκινώντας τη δική του προσωπική αναζήτηση και βάζοντας βέβαια έτσι σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του.

Η ταινία στην εξελιξή της μας συστήνει σε διάφορους εκκεντρικούς εώς και γκροτέσκ χαρακτήρες που όλοι δημιουργούν ένα αίσθημα καχυποψίας και ανησυχίας. Όπως στα περισσότερα φιλμ του Αρτζέντο όμως, οι χαρακτήρες δεν είναι αυτοί πάνω στους οποίους στηρίζεται η ταινία, άλλα κατα κύριο λόγο τα εργαλεία ώστε να προωθείται η πλοκή. Οι ερμηνείες ως επι το πλείστον βέβαια είναι ικανοποιητικές, αλλά αυτό που ενδιαφέρει τον Ιταλό είναι το κάδρο του και πώς θα δημιουργήσει ένα καμβά ασυνήθιστων και έντονων εικόνων που θα εξυπηρετήσουν την ατμόσφαιρα που θέλει να επιτύχει.

Στα αρκετά μακρινά πλάνα που υπάρχουν, τα σκηνικά συχνά καταδεικνύουν πόσο μικρός είναι συγκριτικά ο πρωταγωνιστής και εντείνουν το αίσθημα της ασημαντότητας και της ανασφάλειας. Απο την άλλη, τα κοντινά που γίνονται στα χέρια του δολοφόνου και τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί, δημιουργούν μια ωραία αντίστιξη. Η κάμερα άλλοτε με περιέργες γωνίες λήψης, άλλοτε ακολουθώντας τη δράση εν κινήσει και παίζοντας συχνά με την προοπτική, συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία μιας ανατριχιαστικής και καθηλωτικής εμπειρίας. Επιστέγασμα όλων των παραπάνω, η μουσική των Goblin που με την αλλόκοσμη ποιοτητά της ντύνει ιδανικά αρκετές σεκάνς.

Η ταινία έχει τα θεματάκια της βέβαια. Υπάρχουν μερικά λογικά κενά και σεναριακά ατοπήματα, αλλά τίποτα τόσο σοβαρό που να είναι ικανό να χαλάσει την απόλαυση του έργου. Επιπλέον παρουσιάζει εννίοτε προβλήματα ρυθμού και γενικά μπορούμε να πούμε ότι "απλώνει" λίγο παραπάνω απο όσο θα έπρεπε, μιας που δεν φροντίζει να ανταμοίβει πάντα ανάλογα τον θεατή. Το τέλος όμως σίγουρα δικαιώνει όσους επιδεικνύουν υπομονή. Γίνονται επίσης κάποιες προσπάθειες κωμικής ανακούφισης που δεν συνάδουν συνήθως με το κλίμα και μοιάζουν περιττές. Γενικά το στυλ του Αρτζέντο είναι ιδιαίτερο και οι μη εξοικειωμένοι μπορεί ακόμα και να το βρουν επιπόλαιο.

Η αλήθεια βέβαια απέχει μακράν απο αυτή τη θεώρηση. Ο Ιταλός είναι ένας σκηνοθέτης που πειραματίστηκε, όσο κανείς ίσως, πάνω στο είδος. Ένας βιρτουόζος του τρόμου, που στην ακμή του παρέδωσε μερικά αξιομνημόνευτα φιλμ στο κοινό. Το "Βαθύ κόκκινο" είναι κατά την αποψή μου η καλύτερη απόδειξη για αυτό.

 ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 8/10

 

26/3/16

TETSUO: THE IRON MAN (1989)


Είναι άσκοπo να δώσει κανείς ιδιαίτερη σημασία στην υπόθεση και να προσπαθήσει να καταλάβει πλήρως την πλοκή του Tetsuo: the iron man. Είναι κατά βάση προσχηματικά για να κάνει ο σκηνοθέτης (Σινίγια Τσουκαμότο) αυτό που επιθυμεί οπτικοακούστικα. Η ταινία, όπως συχνά λέω αναφερόμενος σε cult ταινίες, είναι κατα κύριο λόγο μια εμπειρία. Παρ' όλα αυτά μια σύνοψη θα την επιχειρήσω.

Δύο είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές του φιλμ. Ένας τύπος που έχει φετίχ με το μέταλο (τον παίζει ο ίδιος ο Τσουκαμότο) και ένας γιάπης κατα το κοινώς λεγόμενο. Ο φετιχιστής, που αρέσκεται στο να βάζει κομάτια μέταλου μέσα στο σώμα του, μετά απο μία ακόμα απόπειρα, φρενιάζει και βγαίνει στους δρόμους τρέχοντας. Εκεί τον χτυπάει το αμάξι του γιάπη, ο οποίος βρίσκεται μαζί με την κοπέλα του. Αντί να τον βοηθήσουν, τον παρατάνε σε κάποιο χαντάκι και για να ολοκληρωθεί και η καφρίλα, κάνουν σεξ στο σημείο που τον αφήσαν. Στη συνέχεια βλέπουμε ότι ο γιάπης παρατηρεί σταδιακές αλλαγές στο σώμα του, το οποίο αρχίζει να μεταμορφώνεται και να αντικαθιστώνται σιγά-σιγά τα οργανικά μέρη με μεταλικά, μετατρέποντας τον ίδιο σε έναν αλλόκοτο και επικίνδυνο μεταλάνθρωπο. Υπεύθυνος της μεταμόρφωσης αυτής είναι ο φετιχιστής που έχει επιβιώσει απο το ατύχημα και έχει περάσει αντίστοιχα και αυτός μια ανάλογη μετάλλαξη.

Δεν θα αναλωθώ περαίτερω, γιατί όπως προείπα όλο αυτό είναι προσχηματικό για να δημιουργήσει ο Τσουκαμότο την ατμόσφαιρα και τις εικόνες που έχει οραματιστεί. Και εκεί είναι και η ουσία της ταινίας άλλωστε. Πως ένας άνθρωπος, με ελάχιστη βοήθεια και μηδενικό μπάτζετ, κατάφερε να φτιάξει ένα σπουδαίο καλλιτεχνικά φιλμ απο το τίποτα. Το Τetsuo είναι ένας industrial εφιάλτης, ένα τριπάρισμα χωρίς σταματημό που αναμειγνύει στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, τρόμου, αισθησιασμού και gore με μια αφελή ορμητικότητα, αλλά συνάμα με μια αξιοθαυμαστή ιδιοφυία. Τα εφέ είναι όλα αναλογικά και στηρίζονται αποκλειστικά στην εφευρετικότητα του σκηνοθέτη που με stop-motion τεχνικές και ιλλιγγιώδες μοντάζ δημιουργεί ένα χαωτικό και σουρεαλιστικό αποτέλεσμα.

Η ασπρόμαυρη εικόνα (που υποψιάζομαι ότι ως ένα βαθμό επιλέχθηκε και επίτηδες ώστε να "κουκουλωθούν" καλύτερα κάποιες ατέλειες στα προσθετικά και σε ορισμένα εφέ) όχι μόνο δεν χαλάει την ταινία, αλλά συμβάλει στο στυλ της. Η industrial μουσική του Τσου Ισιγκάβα, με την ιδιαίτερη τραχύτητα και επιθετικότητα της, δένει γάντι με την cyberpunk αισθητική και το απειλητικό κλίμα του έργου. Έχουμε να κάνουμε με ένα φιλμ που βγήκε επί της ουσίας κατευθείαν απο τα μύχια της ψυχής και τους σκοτεινούς δαιδάλους του μυαλού του Τσουκαμότο, χωρίς πολλά-πολλά ραφιναρίσματα και εκλογικεύσεις. Και αυτό έχει σημαντική αξία, γιατί μιλάμε για κάτι πολύ προσωπικό που απευθύνεται στον θεατή ψάχνοντας να βρεί κοινό μήκος κύματος σε ασυνείδητο επίπεδο και να διεγείρει τις αισθήσεις ολοκληρωτικά. Και το πετυχαίνει αρκετά καλά. Τουλάχιστον άμα είσαι λίγο φευγάτος και "βαρεμένος" σαν εμένα...

Όποιοι αναζητούν ιδιαίτερες πλοκές και ψαγμένες υποθέσεις μάλλον θα απογοητευθούν. Όσοι πάλι γουστάρουν οπτικοακουστική παράνοια θα νιώσουν στο στοιχείο τους.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 7,5/10

4/3/16

THE HOLY MOUNTAIN (1972)


Αν έπρεπε να βρούμε το ισοδύναμο του Σαλβαδόρ Νταλί στον κινηματογράφο, ο Χιλιανός Αλεχάντρο Χοδορόφσκι θα ήταν μάλλον ο επικρατέστερος υποψήφιος. Και αν δεν έχει τρομερά μεγάλη φιλμογραφία ώστε να το πούμε με βεβαιότητα, η εμπειρία που ονομάζεται "The holy mountain" είναι αρκούντως ενδεικτική.

Το φιλμ βρίθει συμβολισμών και κοινωνικών σχολίων, τόσο που αν θα ήθελα να τα συμπεριλάβω όλα σε αυτό το κείμενο θα έπρεπε να γράψω ένα μικρό δοκίμιο. Και πάλι ίσως και να μου ξεφεύγουν αρκετά. Επίσης η ιστορία δεν είναι απόλυτα συνεχής, επομένως θα προσπαθήσω να δώσω τον σκελετό και κάποιες βασικές ιδέες.

Βασικός χαρακτήρας είναι ο ληστής, ένας μάλλον ανόητος άνθρωπος που ομοιάζει αρκετά με την στερεοτυπική εικόνα που έχουμε για τον Χριστό. Με παρέα του έναν νάνο χωρίς άκρα κινούν για την πόλη. Εκεί γίνονται μάρτυρες μιας βίαιης καταστολής, την οποία τουρίστες με Μεξικάνικα καπέλα (η ταινία είναι αμερικάνο-μεξικανική παραγωγή) απολαμβάνουν σαν θέαμα και φωτογραφίζουν τα πτώματα που έχει σαν αποτέλεσμα. Στη συνέχεια γίνονται θεατές μιας αναπαράστασης της κατάκτησης του Μεξικό απο τους κονκισταδόρες, σε ένα τσίρκο του δρόμου με πρωταγωνιστές ιγκουάνα και βάτραχους.

Ο ληστής αφού αποχωρεί απο το σημείο της παράστασης βρίσκει στο δρόμο του κάποιους πλαδαρούς Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι αφού τον μεθύσουν, τον χρησιμοποιούν για να φτιάξουν ένα καλούπι με το οποίο δημιουργούν χιλιάδες ομοιώματα του Χριστού. Ο ήρωας μας παίρνει μαζί του ένα απο αυτά και αφού έρχεται σε επαφή με έναν αχρείο ιερέα, τρώει το πρόσωπο του καλουπιού και με τη βοήθεια μπαλονιών το αφήνει να "αναληφθεί" στον ουρανό.
 Αυτό είναι το πρώτο βασικό κομάτι της ταινίας, που είναι αρκετά σουρεαλιστικό και χαοτικό ίσως για κάποιον που δεν μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να συνδέσεις τις τελείες και να φτιάξει μια σφαιρική εικόνα.

Το δεύτερο βασικό κομάτι ξεκινάει με την συνάντηση του ληστή με τον έτερο κύριο χαρακτήρα της ταινίας, τον αλχημιστή (τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Χοδορόφσκι). Ο ληστής γίνεται ακόλουθος και μαθητής του αλχημιστή, παρ' όλο που αρχικά ήθελε να του κλέψει το χρυσάφι. Ο αλχημιστής συγκεντρώνει μαζί με τον ληστή και την βοηθό του, άλλους εφτά απο τους πιο ισχυρούς ανθρώπους του κόσμου (πολιτικούς, αξιωματούχους, βιομήχανους κτλ.), οι οποίοι ταυτίζονται με κάποιον πλανήτη. Όλοι μαζί ξεκινάνε ένα ταξίδι για το ιερό βουνό όπου, σύμφωνα με τον μύθο, στην κορυφή του βρίσκονται οι εννιά σοφοί που κρατάνε το μυστικό της αθανασίας. Απώτερος σκοπός τους είναι να τους επιτεθούν και να κλέψουν το μυστικό. Τελικά η προσπάθεια αυτή καταλήγει σε μια περιπέτεια αυτογνωσίας και κάθαρσης. Σε αυτό το δεύτερο κομάτι η ιστορία γίνεται πιο γραμμική και συμβατική, χωρίς βέβαια να χάνει το σουρεαλισμό της εννίοτε και πάνω απο όλα τη δύναμη της.

Οι εικόνες του "The holy mountain" συχνά θα προκαλέσουν τα πιστεύω, την ηθική και την αισθητική των θεατών, όμως αν και πολλοί θα το θεωρήσουν επιτηδευμένο όλο αυτό, εγώ προσωπικά το βρίσκω πολυ θετικό και απαραίτητο. Αν ένα έργο θέλει πραγματικά να δώσει κάτι ουσιαστικό και νέο στον θεατή, πρέπει να τον σοκάρει φορές και να τον ωθεί στο να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του. Στην ταινία θίγονται πάρα πολλά πράγματα, όπως π.χ. η φαυλότητα και φαιδρότητα κάθε μορφής εξουσίας, η βία, η ματαιότητα των θρησκειών και του μυστικισμού (καθώς και των συμβόλων τους), η ψευδαίσθηση του εγώ και το βάρος του περιορισμένου νου, η διαμόρφωση συνειδήσεων και διάφορα άλλα παρεμφερή.
Ένα βαθιά υπαρξιακό φιλμ, ένα πραγματικό αριστούργημα του σινεμά, που παρά τις όποιες ατέλειες μπορεί να έχει (θεωρώ ότι αν γινόταν με μεγαλύτερο μπάτζετ και πιο μετά χρονικά, θα απέφευγε κάποιες στιγμές που μοιάζει λίγο παρωχημένο ή υπερβολικό) δεν γίνεται να μην το συγκαταλέξω ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες που έχω δει.

Είναι η ζωντανή απόδειξη ότι ένας σκηνοθέτης που έχει κάτι αληθινό να πει και διαθέτει το όραμα για να το αφηγηθεί, θα τα καταφέρει με κάθε τρόπο. Και αυτό πρέπει πάντα να επιβραβεύεται, τουλάχιστον ηθικά, μιας που υλικά η ταινία δεν έβγαλε ποτέ τα χρηματά της. Αλλά τα χρήματα ούτως ή άλλως ο Χοδορόφσκι τα καίει στο πόνημα του αυτό, όπως και στην πραγματικότητα στο βωμό της καλλιτεχνικής του εκπλήρωσης. Άξιος.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 9/10

26/2/16

CHILDREN SHOULDN'T PLAY WITH DEAD THINGS (1972)


Θέλω να είμαι σωστός με το καλημέρα. Για να δεις την ταινία αυτή πρέπει να είσαι ζομπό-φαν και να έχεις αρκετή υπομονή. Γιατί δεν θα δεις ζόμπι παρά στα τελευταία 20 λεπτά. Ωστόσο στο δικό μου βιβλίο είναι μία απο τις καλύτερες ζομποταινίες. Και αυτό διότι υπάρχουν στιγμές που η ατμόσφαιρα που αποπνέει το φιλμάκι αυτό είναι κυριολεκτικά αλλόκοσμη. Πράγμα που δεν το συναντάς συνήθως πλέον.

Στα της υπόθεσης, έχουμε έξι νέους που καταφθάνουν σε ένα ερημωμένο νησί που κάποτε ήταν τόπος αναψυχής, αλλά τώρα χρησιμοποιείται απο την κομητεία σα νεκροταφείο για εγκληματίες και άπορους. Όλοι είναι ηθοποιοί, αλλά ο ένας εξ αυτών (Άλαν) είναι και σκηνοθέτης, ο οποίος έχει προσλάβει τους υπόλοιπους για να πάνε εκεί και να στήσουν ορισμένα, υπέρ το δέον ιερόσυλα, "θεατρικά" δρώμενα. Ο Άλαν περιττό να πω ότι είναι κόπανος ολκής, απο το είδος αυτό που αν έχεις συναναστραφεί έστω και μια φορά στη ζωή σου, το έχεις κάνει μετά ειδική συνομοταξία στο μυαλό σου άπαξ δια παντός.

Εξυπνάκιας, φαντασμένος και αυταρχικός, υποβάλει τους άλλους σε κακόγουστες και τρομακτικές φάρσες, ενώ τους αναγκάζει, συχνά-πυκνά με την απειλή της απόλυσης, να κάνουν χαμαλοδουλειές, να ανοίξουν τάφους και να "παίξουν" με τα πτώματα. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, έχει και ένα βιβλίο με ξόρκια μαζί του, που χρησιμοποιεί κάποια στιγμή για να κάνει επίκληση στον Σατανά ώστε να αναστήσει τους νεκρούς. Βλέπετε προς τα που πάει η δουλειά, έτσι;

Dinner time!
Υπάρχουν διάφοροι τύποι ζόμπο-φαν. Παρ' όλο που μου αρέσουν και άλλα στυλ, βαθιά μέσα μου είμαι old-school τύπος και θέλω το ζόμπι μου αργό, σάπιο και ανίερο. Να με τρομάζει όχι μόνο η όψη του, αλλά και το τι αυτό συμβολίζει. Δηλαδή την επικράτηση του θάνατου και της σήψης πάνω στη ζωή και την ακμή. Τη νίκη του μοιραίου απέναντι στο ευφήμερο. Αυτό το concept είναι που με γοήτευε περισσότερο απο κάθε τι άλλο στον μύθο των ζόμπι, απο μικρό παιδί ακόμα. Για αυτό και γελάω με όσους πιστεύουν ότι οι ζομποταινίες είναι απλά χαζά φιλμ προς κατανάλωση απο ανώριμους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα είναι πρώτα απο όλα στοχασμοί πάνω στον θάνατο. Τον θάνατο που θα μας βρεί όλους μας κάποια στιγμή, αλλά τόσο συχνά κάνουμε σα να μην υπάρχει.

Βέβαια ένας τέτοιος στοχασμός δεν μπορεί να γίνει όταν ένα ζόμπι τρέχει σαν κατοστάρης ή έχει ευφυία, επομένως ταινίες σαν αυτή εδώ είναι που κυρίως ανταποκρίνονται στην ανάγκη μου και τιμούν την παράδοση που δημιούργησε ο Τζωρτζ Ρομέρο με το Night of the living dead, για το οποίο νομοτελειακά θα γράψω κάποια στιγμή. Ίσως αυτό να συμβαίνει και γιατί είναι αρκετά κοντά χρονικά οι δύο ταινίες και δεν είχαν προλάβει ούτε καν να συλληφθούν σαν ιδέες οι μετέπειτα νεωτερισμοί. Όπως και να έχει, μιλάμε για ένα κρυμένο διαμάντι του είδους, ακόμα και αν η σαφής ανυπαρξία μπάτζετ το κάνει πολύ πιο ευάλωτο πλέον στη ματιά του μοντέρνου θεατή. Οι καλές προθέσεις πάντως είναι εκεί και σίγουρα είναι μια δουλειά που έγινε με αγάπη για το είδος.

Χμμ...
Αν λοιπόν κάποιος καταφέρει να παραβλέψει την ανατριχιαστική τοποθεσία, το μακάβριο κλίμα και τον αρκετά πετυχημένο τρόμο για να κάνει κριτική π.χ. για το make-up των ζόμπι (που είναι αξιοπρεπές για την εποχή), τις επιτηδευμένες ερμηνείες (που εγώ τις βρίσκω ταιριαστές) και άλλες τέτοιες αξιολογήσεις, τότε μάλλον δεν έπρεπε να μπεί στον κόπο να δεί το έργο εξ αρχής. Γιατί όταν βλέπεις μια campy ταινία, πρέπει να ξέρεις και τους σχετικούς κανόνες.

Προσοχή, δεν ισχυρίζομαι πως έχουμε να κάνουμε με την τέλεια προσπάθεια. Θα ήθελα και εγώ να υπήρχε μια επίσπευση της παρουσίας των νεκροζώντανων, όπως επίσης μου λείπει και το gore στοιχείο, αλλά πέρα απο αυτά και οποιαδήποτε άλλα επί μέρους ελλατώματα (αρκετές λογικές ασυνέπειες, προχειρότητες κτλ.), το φιλμάκι του Μπομπ Κλαρκ (Black Christmas) είναι αξιολογότατο.
Και αυτό γιατί είναι πάνω απο όλα βέβηλο (γίνονται μέχρι και νεκροφιλικές νύξεις), ατμοσφαιρικό και κατά ένα διεστραμμένο τρόπο διασκεδαστικό μέσα στην ανοσιότητα του! Αν κάποιος διαθέτει μαύρο χιούμορ, σίγουρα θα το εκτιμήσει παραπάνω. Όσοι πιστοί προσέλθετε...

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 6,5/10


24/2/16

BATTLE ROYALE (2000)


Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κόουσουν Τακάμι και αποτελεί το τελευταίο έργο του, μακαρίτη πλέον, Κίντζι Φουκασάκου. Θα μπορούσα πολύ εύκολα να πιστέψω πάντως ότι η πηγή είναι κάποιο manga ή anime, μιας που στην ουσία αυτό βλέπουμε σε όλη τη διάρκεια του έργου. Ενα anime με πραγματικούς ηθοποιούς, σκηνικά και τοποθεσίες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το βιβλίο έγινε και manga στην πορεία. Ή μήπως η υπόθεση δεν μοιάζει αρκετά αφελής και τραβηγμένη σα να βγήκε απο κάτι τέτοιο; Αποφασίστε και μόνοι σας.

Στις αρχές του 21ου αιώνα λοιπόν, η Ιαπωνία μαστίζεται απο οικονομική κρίση και ανεργία, οι νέοι εχουν επαναστατήσει απέναντι στους ενήλικες και εγκαταλείπουν μαζικά το σχολείο. Η κυβέρνηση ως μέσο σωφρονισμού έχει θεσπίσει ένα πρόγραμμα, όπου κάθε χρόνο επιλέγεται μία τάξη του γυμνασίου ώστε να συμμετέχει σε αυτό που ονομάζεται Battle Royale και ουσιαστικά είναι ένας διαγωνισμός αλληλοεξόντωσης των μαθητών μέχρι να μείνει ένας μόνο επιζών. Τώρα πως με αυτόν τον τρόπο περίμενε η Ιαπωνική κυβέρνηση να σωφρονιστούν οι νέοι και όχι, με το φόβο και μόνο ότι μπορεί να επιλεχθεί η τάξη τους, να μη φύγουν και αυτοί που είχαν μείνει στα σχολεία, αποτελεί μια προσωπική απορία. Για αυτό τον λόγο επιλέγω να το αντιμετωπίσω ως απόδοση κάποιου manga, και όχι μυθιστόρηματος, το φιλμ.

Νoobs always go first...
Φαντάζομαι βέβαια πως ο συγγραφέας ήθελε να κάνει κοινωνικό σχόλιο και να δείξει το χάος και τον παραλογισμό των μοντέρνων κοινωνιών. Πόσο έντονο είναι το φαινόμενο της αποξένωσης ώστε να καταλήγουμε πάντα στις πιο παράλογες και καταστροφικές λύσεις. Δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα και δεν μπορώ να έχω άποψη, αλλά στο μυαλό μου μία τέτοια ερμηνεία έχει μία κάποια βάση. Οπότε αν και "too much", πάσο αν όντως αυτό είναι το μήνυμα.

Όπως πιθανότατα καταλάβατε, το έργο μας δείχνει επί της ουσίας πως εξελίσσεται ένα τέτοιο battle royale και το γενικότερο υπόβαθρο αυτού. Κύριος πρωταγωνιστής είναι ένας μαθητής, o Σούγια, ο οποίος προσπαθεί να ξεπεράσει ψυχολογικά την αυτοκτονία του πατέρα του. Επίσης, βασικό πρόσωπο στην ιστορία αποτελεί ένας πρώην καθηγητής της τάξης, που τον παίζει η πιο χαρακτηριστική μορφή του νεότερου Ιαπωνικού σινεμά, ο Τακέσι Κιτάνο (ναι, αυτός που έπαιζε το κάστρο του ο ΣΚΑΪ). Η ταινία, όπως ήδη εξέθεσα, έχει κάποια λογικά κενά και επίσης κάποια στοιχεία που δεν τα εκμεταλεύεται στο έπακρο. Π.χ. δεν βλέπουμε ποτέ να πεθαίνει κάποιος που δεν πρόλαβε να φύγει έγκαιρα μέσα απο μια επικίνδυνη ζώνη. Πέραν αυτών όμως, ξεχειλίζει απο στυλ και σκηνοθετική ψυχή. Ένα άξιο κύκνειο άσμα για τον Φουκασάκου.

H περσινή νικήτρια όλο χαρά!
Βίαιη, κυνική και αιματοβαμμένη, ξέρει να χρησιμοποιεί την υπερβολή της προς οφελός της, δεν καπελώνεται απο αυτήν ώστε να καταλήξει καρικατούρα. Η anime-like δράση της και η σκοτεινή αισθητική της, μαγνητίζουν τον θεατή και τον καθηλώνουν. Απο το καλημέρα της εισαγωγής, που έχει μουσική υπόκρουση το "Dies Irae" απο το Requiem του Βέρντι, όλες οι τρίχες του κορμιού έχουν ήδη σηκωθεί. Δεν έχει σημασία αν δεν υπάρχει κάποια τρομερή υπόθεση ή πλοκή. Δεν τα χρειάζεται. Το φιλμ αυτό είναι εμπειρία απο μόνο του. Για εμένα, ένα σπουδαίο έργο μοντέρνας τέχνης.

Επιπλέον, περνάει και κάποια μηνυματάκια για όσους θέλουν να τα δουν. Όπως ότι πάντα, ακόμα και στις πιο δύκολες και ακραίες συνθήκες, κάποιος μπορεί να κάνει την επιλογή να μείνει άνθρωπος και όχι να αποκτηνωθεί. Ή πως πρέπει να λες και κάνεις τα πράγματα που έχεις μέσα σου, πριν να είναι αργά. Watch or die. Πιο απλά δεν γίνεται.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 8,5/10

22/2/16

THE WARRIORS (1979)


Mία από τις πλέον έντονες παιδικές μου αναμνήσεις ήταν η πρώτη φορά που είδα το "Τhe Warriors" στο, κλειστό εδώ και χρόνια πλέον, κανάλι του Seven X. Aπο την εναρκτήρια υπνωτιστική σεκάνς με τον τροχό του λούνα παρκ, την έλευση του τρένου στον σταθμό και τον τίτλο της ταινίας που έσκασε στην οθόνη με μεγάλα κόκκινα γράμματα ήξερα ότι αυτή η ταινία θα μου μιλούσε.

Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε τους πρωταγωνιστές μας, την συμμορία των Warriors απο το Κόνι Άιλαντ, να μπαίνουν στο τρένο ώστε να πάνε στο σημείο που είχε υποδείξει να συναντηθούν όλες οι συμμορίες της Νέας Υόρκης ο Σάιρους, ο χαρισματικός αρχηγός της πιο ισχυρής συμμορίας της πόλης (Gramercy Riffs). Ακολουθεί άλλη μια σεκάνς, όπου βλέπουμε πλήθος συμμοριών, κάθεμια με τα δικά της διακριτικά, να χρησιμοποιεί τον ηλεκτρικό για να καταλήξει στη συνάντηση. Εκεί πέρα ο Σάιρους μόλις έχει τελειώσει τον λόγο του με σκοπό να ενώσει όλες τις συμμορίες, όταν ο Λούθερ, αρχηγός των Rogues, πυροβολεί και σκοτώνει τον Σάιρους χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος.

Στη συνέχεια, και μέσα στην γενική αναμπουμπούλα που δημιουργείται, κατηγορεί των αρχηγό των Warriors ως τον δολοφόνο, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα το άγριο ξυλοφόρτωμα του απο τους Riffs. Oι υπόλοιποι Warriors, που έχουν απομακρυνθεί απο το σημείο, προσπαθούν να γυρίσουν πίσω στη βάση τους, χωρίς να ξέρουν αρχικά ότι κάθε συμμορία της Νέας Υόρκης ψάχνει να τους βρεί και να τους τιμωρήσει παραδειγματικά. Και εκεί ουσιαστικά αρχίζει το ζουμί, αφού στο υπόλοιπο της ταινίας βλέπουμε τα διάφορα "συναπαντήματα" που έχουν οι ήρωες μας, όπως και τις διαφορετικές επιλογές που κάνουν στην πορεία και τα αποτελέσματα αυτών.

"Waaaarriors come out to plaaaaaaaayyyyyy"
Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Σολ Γιούρικ που εμπνεύστηκε απο την "Κύρου Ανάβασις" του Ξενοφώντα (εξ' ου και πολλά αρχαία ονόματα στην ταινία), το φιλμάκι αυτό, παρ' όλο που αρχικά θεωρήθηκε σκουπίδι απο πολλούς, άντεξε τη δοκιμασία του χρόνου και απέκτησε φανατικούς ακόλουθους. Έντονα στυλιζαρισμένο, με παράξενους και τραχείς χαρακτήρες που κινούνται μέσα στην παρακμή του αστικού τοπίου, διαλόγους που συχνά φαίνονται ψεύτικοι, καθώς και υπερβολικές ερμηνείες και καταστάσεις που ισορροπούν επικίνδυνα μεταξύ του καρτούν και του κιτς. Και όμως, όλα τα παραπάνω τελικά δικαιώνονται. Διότι αυτό το στυλιζάρισμα του Γουόλτερ Χιλ, που γίνεται με ιδανικό τρόπο, ενώνει όλα τα επι μέρους στοιχεία και τα κάνει ένα άκρως ελκυστικό σύνολο.

Μιλάμε για μια ταινία με χαρακτήρα, που ξέρει τι είναι και δεν προσποιείται ποτέ κάτι πιο σοβαρό ή μεγάλο. Πιστή στον τόνο και την ατμόσφαιρα που θέτει εξ αρχής, γνωρίζει σε τι κοινό απευθύνεται και δεν το απογοητεύει. Ένα must see για τους κυνηγούς cult θησαυρών.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 7,5/10