Οφείλω να ομολογήσω ότι ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερος φαν του κινέζικου κινηματογράφου, ούτε ειδικότερα των kung-fu movies. Ίσως γιατί η αισθητική των περισσότερων παλιών ταινιών μου βγάζει μια υπέρ το δέον καμενίλα, ενώ οι αντίστοιχες νέες προσπαθούν να είναι τόσο ποιητικές που καταντούν φλύαρες. Νιώθω ώρες-ώρες πως επιχειρούν να εντυπωσιάσουν το δυτικό κοινό με ανατολικοφιλοσοφικά "mambo-jumbo" σα να ήταν χάντρες για τους ιθαγενείς.
Πέραν τούτου, ειδικότερα στα kung-fu φιλμάκια οι χορογραφίες των μαχών είναι φορές τόσο εκτός πραγματικότητας που δεν μπορείς να πάρεις στα σοβαρά αυτό που βλέπεις. Υπερβολή πάντα παίζει στις ταινίες πολεμικών τεχνών, άλλα αμα βλέπεις τον άλλο να περπατάει στον αέρα, σχεδόν σα να πετάει, κάπου δεν ξέρεις αν πήγες να δεις kung-fu ή επιστημονική φαντασία. Ίσως πάλι να μην τρελαίνομαι, γιατί πάντα με τραβούσαν πολύ περισσότερο οι Ιάπωνες και οι Κορεάτες σχεδόν σε όλα, απο το πως ακούγεται η γλώσσα τους μέχρι τη γενικότερη κουλτούρα και τις πολεμικές τους τέχνες. Οι Κινέζοι πάντα μου φαινόταν πιο ξένοι, λίγο "εξωγήινοι". Παρ' όλα αυτά, το παρόν έργο αποτελεί εξαίρεση και μάλιστα πρόκειται για αγαπημένη καλτίλα που βλέπω ξανά απο καιρού εις καιρόν.
Ο κεντρικός ήρωας είναι ο νεαρός Λιού Γιού-τε που μαθητεύει σε μια σχολή ηθικής/φιλοσοφίας θα μπορούσαμε να πούμε, που όμως στην πραγματικότητα δεν είναι πάρα μια βιτρίνα για την οργάνωση των ντόπιων Καντονέζων εναντίον των Μαντζουριανών εισβολέων της δυναστείας Τσινγκ. Ο Λιού Γιού-τε οργανώνεται και μάλιστα επιδεικνύει αρκετά εκτεταμένη αντιστασιακή δράση. Όλα αυτά μέχρι που οι Μαντζουριανοί ανακαλύπτουν τι συμβαίνει, διώκουν και σκοτώνουν πολλούς συναγωνιστές του, αλλά και την οικογένεια του. Ο Λιού Γιού-τε φυγαδεύεται άρον-άρον και αποφασίζει ότι για να μπορέσει να εκδικηθεί και να είναι πραγματικά χρήσιμος προς τους συμπατριώτες του, θα πρέπει να πάει στο ναό των Σαολίν ώστε να μάθει kung-fu. Εκεί πέρα καταφέρνει να τον δεχτούν οι μοναχοί, λαμβάνει το όνομα Σαν-Τε και εν καιρώ, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, περνάει απο διάφορες δοκιμασίες.
Οι δοκιμασίες αυτές έχουν ως στόχο να εκπαιδεύσουν το σώμα (άλλα και το μυαλό) σε διάφορες προκλήσεις στις οποίες οφείλει να μπορεί να ανταπεξέλθει κάποιος που θέλει να μάθει kung-fu. Κάποιες εξ αυτών έχουν να κάνουν με την ταχύτητα και την ευκινησία του σώματος, τη δύναμη των άκρων και του κορμού, καθώς και την περιμετρική όραση. Συνολικά όλες οι δοκιμασίες λαμβάνουν χώρα σε 35 αίθουσες, με την ανώτερη (την 1η) να είναι αφιερωμένη στη διαδασκαλία του Βούδα. Ο Σαν-Τε καταφέρνει μετά απο κάμποσα χρόνια να ολοκληρώσει τις 34 πρώτες αίθουσες και με τη βοήθεια του ηγούμενου αποχωρεί απο το ναό για να πάρει την εκδίκηση του, άλλα και να φέρει πίσω νέους πατριώτες Καντονέζους με ζήλο για το kung-fu. Νέους που θα τους δίνει ο ίδιος μια βασική εκπαίδευση στη καινούρια αίθουσα του ναού, την 36η.
Το έργο είναι πιθανότατα η πιο ολοκληρωμένη ταινία πολεμικών τεχνών που έχω δει. Σε κρατάει απο την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς να κάνει πουθενά κοιλιά. Ειδικά το κομάτι της εκπαίδευσης του Σαν-Τε σε μαγνητίζει και θα είναι ψέμα αν κάποιος το δει και πει ότι δεν φαντάστηκε τον εαυτό του στη θέση του. Όλοι μας γοητευόμαστε με την ιδέα της αυτοβελτίωσης και της δοκιμής των ορίων μας, άσχετα αν οι περισσότεροι δεν μπαίνουμε ποτέ στη διαδικασία αυτή. Ο πρωταγωνιστής είναι αυθεντικά ενδιαφέρων και συμπαθής και για αυτό πιθανότατα μπορείς να ταυτιστείς μαζί του, ένα σημείο που πολλά φιλμ χάνουν πόντους συνήθως. Κανένα πρόβλημα εδώ όμως, ο Γκόρντον Λιού (συμμετείχε και στα δύο Kill Βill) διαπρέπει στην ερμηνεία του και δημιουργεί έναν εικονικό χαρακτήρα, που ο μόνος που μπορεί να συγκριθεί μαζί του είναι εκείνος του Μπρους Λη στο "Enter the dragon" (μια ταινία που μου αρέσει εξίσου σχεδόν). Και οι υπόλοιποι ηθοποιοί όμως είναι εξαιρετικοί και υπηρετούν το έργο με μεράκι. Οι χορογραφίες των μαχών είναι καλοσχεδιασμένες και εντυπωσιακές, αν και δε λείπει η υπερβολή που λέγαμε πριν. Σε ανεκτά επίπεδα πάντως.
Επιπλέον το φιλμ μας δίνει μια εικόνα για μια πραγματική ιστορική περίοδο, η οποία ακόμα και σήμερα θεωρείται απο τις πιο ντροπιαστικές της Κίνας. Επομένως υπάρχουν κάμποσα αξιόλογα πολιτικά και κοινωνικά σχόλια (όπως το αν πρέπει να παρεμβαίνει η θρησκεία σε κοσμικά ζητήματα), χωρίς όμως η ταινία να γίνεται δασκαλίστικη και να κουράζει. Ίσα-ίσα που πιστεύω πως υπάρχουν αρκετές ανάλαφρες, εννίοτε και αστείες, σκηνές που ολοκληρώνουν την εμπειρία. Η σκηνοθεσία του Λιού Τσιά-Λιάνγκ είναι συνολικά στιβαρή και προσεγμένη. Λίγα πράγματα με χάλανε, όπως τα όπλα που καταλαβαίνεις συχνά πως δεν είναι αληθινά, τα κλασικά ηχητικά της εποχής που είναι λίγο κωμικά, το αίμα που παραείναι κόκκινο (σύνηθες φαινόμενο στα έργα της περιόδου εκείνης) και η απότομη και λίγο βιαστική κατάληξη της τελικής μάχης. Πέραν αυτών η ταινία είναι διαμαντάκι και προτείνεται ανεπιφύλακτα.
Εν τέλει μου φαίνεται πως θα μπω στη διαδικασία να δω περισσότερα φιλμ του Shaw Brothers Studio. Ίσως να τους έχω αδικήσει λίγο τους φίλους κινέζους.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 8/10
Υγ. Το έργο ακολούθησαν άλλες δύο ταινίες τις οποίες έχω στη κατοχή μου, αλλά δε θυμάμαι καθόλου. Πρέπει να ήταν καλές πάντως... :P
Υγ.2 Μην το δείτε μεταγλωτισμένο.