25/8/18

NOCTURNAL ANIMALS (2016)


Η Σούζαν (Amy Adams) είναι ιδιοκτήτης μιας μεγάλης γκαλερύ του Λος Άντζελες, που δεν πηγαίνει πλέον και πολύ καλά. Ο γοητευτικός και φαινομενικά δυναμικός άντρας της είναι συνέχεια απασχολημένος με τη δουλειά του, δεν μπορεί να αφιερώσει ούτε λίγα λεπτά για εκείνη και λείπει συχνά σε επαγγελματικά ταξίδια. Ναι, όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό 9 στις 10 φορές. Ο άντρας της έχει όντως εξωσυζυγική σχέση.

 Η ζωή της φαίνεται να είναι μια καλογυαλισμένη, αλλά αποπνικτική ρουτίνα. Μια οικεία μιζέρια που δεν την γεμίζει σε κανένα επίπεδο πλέον. Η Σούζαν δεν μπορεί να κοιμηθεί κανονικά εδώ και καιρό. Ξαφνικά, μέσα σε όλα αυτά, παραλαμβάνει ένα πακέτο. Το πακέτο είναι από τον πρώην άντρα της, τον Έντουαρντ, με τον όποιο έχει να μιλήσει 19 χρόνια. Μέσα περιέχει το πρωτότυπο ενός μυθιστορήματος που ονομάζεται "νυκτόβια ζώα", με προσωπική αφιέρωση και την προτροπή να βρεθούνε.

Η Σούζαν από το ξεπακετάρισμα ακόμα του βιβλίου κόβεται από το χαρτί. Οιωνός για το τι πρόκειται να ακολουθήσει στη συνέχεια και στον ψυχισμό της. Η ιστορία του ξεκινάει με μια τριμελή οικογένεια, τον Τόνυ (Jake Jyllenhaal), την γυναίκα του Λώρα και την έφηβη κόρη τους να διασχίζουν το δυτικό Τέξας σε ένα οικογενειακό ταξίδι αναψυχής. Ο Τόνυ θα λέγαμε πως είναι ο εξευγενισμένος τύπος άντρα, που αποφεύγει τις συγκρούσεις και πιστεύει πως με υπομονή και διάλογο μπορεί να διαχειριστεί και να αποφύγει δύσκολες καταστάσεις. Σίγουρα δηλαδή απέχει πολύ από τα macho πρότυπα αρρενωπότητας. Για κακή τύχη εκείνου και των δύο γυναικών της ζωής του όμως, στη διάρκεια του ταξιδιού τους έρχεται αντιμέτωπος με τέσσερα ρεμάλια που δε δείχνουν να εκτιμούν και ιδιαίτερα την μετριοπαθή φύση του. Ο ένας εξ αυτών, ονόματι Ρέυ (Aaron Taylor-Johnson), φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως κυνικός και επικίνδυνος.

Το βιβλίο του Έντουαρντ από τη στιγμή της συνάντησης αυτής μετατρέπεται σε θρίλερ, ο αντίκτυπος του οποίου στην ψυχολογία της Σούζαν φαίνεται να είναι αρκετά σφοδρότερος από ο,τι πιθανότατα θα ήταν για τον μέσο αναγνώστη. Η ταινία πολλές φορές κάνει κόψιμο στην αφήγηση της ιστορίας του βιβλίου και μας δείχνει τη Σούζαν σε αντιδιαστολή με τον Τόνυ.

Ο τελευταίος, παρότι φανταστικός χαρακτήρας, ζει έναν πολύ απτό εφιάλτη μέσα στο μυθιστορηματικό κόσμο του Έντουαρντ. Αντίθετα η, με σάρκα και οστά, Σούζαν φαίνεται τόσο αποστειρωμένη και αποστασιοποιημένη από όλα, ακόμα και από τον ίδιο της τον εαυτό. Σχεδόν ψεύτικη. Το βιβλίο φαίνεται να της το θυμίζει αυτό ολοένα και περισσότερο όσο προχωράει την ανάγνωση, για κάποιο λόγο που ακόμα δεν είναι ιδιαίτερα εμφανής.

Ενδείξεις για το τι πιθανώς συμβαίνει αρχίζουν και δίνονται όταν μπαίνει και ένα τρίτο αφήγημα μέσα στην ταινία. Εκείνο που παρουσιάζει πως έφτασαν να είναι μαζί πριν πολλά χρόνια ο Έντουαρντ και η Σούζαν, τη δυναμική της σχέσης τους και την άδοξη κατάληξη της. Αξιοσημείωτο είναι πως τον Έντουαρντ υποδύεται πάλι ο Jake Jyllenhaal, πράγμα που σημαίνει πως στα μάτια της Σούζαν ο μυθιστορηματικός πρωταγωνιστής ταυτίζεται με τον πρώην άντρα της. Καθώς λοιπόν προχωρούν ταυτόχρονα πλέον και τα τρία αφηγήματα (η πραγματικότητα, το μυθιστόρημα και η αναδρομή στο παρελθόν), πολλά πράγματα αρχίζουν και βγάζουν περισσότερο νόημα, αν και πάντα υπάρχει κάτι ασαφές. Καταλαβαίνουμε όμως πως, επί της ουσίας, το βιβλίο δεν είναι παρά μια αλληγορία για το τι συνέβη μεταξύ του Έντουαρντ και της Σούζαν. Είναι άραγε όμως μόνο αυτό ή και κάτι άλλο;

Θα ήθελα πραγματικά, αντί για κριτική, να κάνω πλήρη ανάλυση αυτού του εξαιρετικού φιλμ, γιατί έχει τόσα πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα για να σχολιάσει και επισημάνει κανείς. Δεν θα ξεφύγω εντελώς όμως. Ο Τομ Φορντ αφηγείται μια συγκλονιστική ιστορία προδοσίας και εκδίκησης. Παρουσιάζει την τρομερή δυσλειτουργικότητα που υπάρχει σε πολλές σχέσεις, υποτίθεται αγάπης. Μιας αγάπης κατ' επίφαση, που σαμποτάρεται συστηματικά από την άρνηση που έχουν πολλοί να αντιμετωπίσουν τις ανεπάρκειες και τις φοβίες τους, καταφεύγοντας στην ανώδυνη λύση του να τις προβάλλουν στον σύντροφο τους, εκλογικεύοντας έτσι την δική τους έλλειψη προσπάθειας. Μια καταστροφική συνταγή, που υπαγορεύεται από την ανικανότητα τους να επικοινωνήσουν πραγματικά με τον άλλο και να πάψουν να λειτουργούν σαν μονάδες μέσα σε μια σχέση.
Κατά συνέπεια, η ευκολία τους να παίρνουν αποφάσεις ζωής μονομερώς και να προβαίνουν σε πράξεις που μπορεί να σημαδέψουν και πληγώσουν ανεπανόρθωτα τον σύντροφο τους αποδεικνύεται σοκαριστικά αυτονόητη για εκείνους. Στο εγωιστικό μυαλό τους έχουν ξεκάθαρα αυτό το δικαίωμα.

Ο Έντουαρντ λέει στη Σούζαν κάποια στιγμή μέσα στο έργο: "όταν αγαπάς κάποιον πρέπει να είσαι προσεκτικός με αυτό, μπορεί να μην το έχεις ποτέ ξανά". Της λέει επίσης: "δεν μπορείς απλά να βαδίζεις μακριά από τις καταστάσεις κάθε φορά". Η Σούζαν δεν κατάλαβε ποτέ την βαρύτητα των δηλώσεων αυτών. H "αγάπη" της είχε ήδη ξεφτίσει και ο Έντουαρντ δεν ήταν πια για εκείνη τίποτα άλλο, πάρα ένας αδύναμος, απορροφημένος από τον εαυτό του άνθρωπος, που δεν έβλεπε την πραγματικότητα. Ένας αιθεροβάμων, που δεν άξιζε άλλο να ασχοληθεί μαζί του και να σπαταλήσει τη ζωή της προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανό αυτό που είχαν. Έτσι τον έβλεπε και έτσι του φέρθηκε. Η προδοσία της βέβαια πήγε πολύ πιο βαθιά από έναν άκομψο και αδόκητο χωρισμό. Τόσο βαθιά, που ο Έντουαρντ βασανισμένος για χρόνια από τις συνέπειες των πράξεων τις, τελικά αναγκάστηκε, για να καταφέρει να επιβιώσει, να σκοτώσει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του.

Οι συμβολισμοί, παρακολουθώντας το δράμα του Τόνυ και το παρελθόν των Σούζαν/Εντουάρντ να ξεδιπλώνονται, γίνονται πλέον πιο εμφανείς, αν και ποτέ εξόφθαλμοι. Και αυτό είναι στα συν της ταινίας. Υπάρχουν οπτικά στοιχεία που συνδέουν το παρελθόν με το μυθιστόρημα, ενώ γίνονται διαφόρων ειδών νύξεις, κυρίως στο παρόν, για το τι εξελίσσεται και πως αυτό επηρεάζει την Σούζαν. Στο τέλος βέβαια, πρέπει να ενώσει ο θεατής τις τελείες. Εξαιτίας αυτού, υπήρξαν πολλοί που δεν κατάλαβαν καν το έργο και κάποιοι που το βρήκαν δήθεν και επί της ουσίας ρηχό. Τους πρώτους δεν θα τους κάκιωνα, αν η συντριπτική πλειοψηφία τους δεν ήθελε να εκφράζει άποψη για κάτι που δεν καταλαβαίνει, πράγμα απίστευτα εγωκεντρικό και καθυστερημένο. Τους δεύτερους, που ένα κομμάτι τους βέβαια υπερκαλύπτει και την πρώτη ομάδα, γενικά τους σέβομαι σε πρώτη φάση, άλλα διαφωνώ μαζί τους με πάθος.

Το φιλμ είναι αρτιότατο. Η σκηνοθεσία υπέροχα ατμοσφαιρική, αλλάζει χρωματική παλέτα ανάλογα με το τι παρακολουθούμε στην οθόνη. Η ανιαρή καθημερινότητα της "παγωμένης" Σούζαν κινείται κυρίως σε ψυχρούς τόνους, η περιπέτεια του μυθιστορηματικού Τόνυ μέσα στα κίτρινα και τα καφέ της αφόρητης ζέστης του Τέξας, ενώ το παρελθόν του Έντουαρντ και της Σούζαν έχει την πιο νορμάλ εικόνα, ίσως γιατί υπόσχονταν ένα happy-end που τελικά δεν ήρθε ποτέ. Το καστ πολύ δυνατό, όλοι μέσα στο δέρμα του ρόλου τους, με τον Michael Shannon που παίζει τον Μπόμπυ Άντες, έναν Τεξανό αστυνομικό του μυθιστορήματος, να κλέβει λίγο παραπάνω την παράσταση από τους υπολοίπους κατά την αποψή μου. Ο χαρακτήρας του και ο τρόπος που τον αποδίδει, σε κάνουν να μη θέλεις να πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη. Το δε τέλος της ταινίας, για εμένα δικαιώνει απόλυτα ο,τι έχτιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή ο σκηνοθέτης και ειλικρινά οικτίρω όσους το κατέκριναν για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Είναι ο,τι πιο ιδανικό, αλλά δεν θα κάνω spoilers εξηγώντας το γιατί.

Το μόνο που μου έλειψε αρκετά είναι μια στιβαρή παγείωση της σχέσης του Έντουαρντ και της Σούζαν πριν το χωρισμό τους. Δεν θεωρώ ότι πήρε το χρόνο που έπρεπε ο Φόρντ για να το δείξει αυτό. Εστίασε μόνο σε κάποια, αντιδραστικά προς τους γονείς της, κίνητρα της Σούζαν και σε έναν πολύ αόριστο ιδεαλισμό του Έντουαρντ, που πιο πολύ υπονοείται ότι την γοήτευσε αρχικά, παρά το είδαμε στην πράξη.

Εκεί έχασε λίγο δύναμη το έργο, γιατί αντιστοίχως απώλεσε δύναμη και η σχέση, ώστε να μπορέσουμε μετά να νιώσουμε πιο ουσιαστικά στο πετσί μας τι ήταν αυτό που ευτελίστηκε και προδόθηκε. Και το γεγονός (δεν κάνω spoilers) πάνω στο οποίο στηρίχτηκε τελικά το περισσότερο βάρος της προδοσίας, μοιάζει ίσως σα να είναι ένα τέχνασμα, μία ευκολία, ενώ θα μπορούσε να είναι το στοιχείο που θα ολοκλήρωνε την εικόνα ενός δεσμού, που είχε μια κάποια αξία. Αυτό τον δεσμό περιμένει κυρίως από το κοινό να τον συμπεράνει ο Φορντ, αντί να τον αναπτύξει ο ίδιος. Σημαντικό ψεγάδι.

Δεν είναι αρκετό όμως, κατά την γνώμη μου, για να στερήσει από αυτή την ταινία τους επαίνους που της αξίζουν σαν συνολική προσπάθεια. Απλά της στερεί την τελειότητα, πράγμα που στον τελικό απολογισμό δεν έχει και τόση πολλή σημασία, αφού η εμπειρία της θέασης της παραμένει ένα έντονο συναισθηματικό ταξίδι, που το πέρας του αντηχεί εκκωφαντικά αρκετές αδιαμφισβήτητες αλήθειες της δικής μας, πραγματικής ζωής.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 9/10


Some things you cannot take back...

28/4/18

IKIRU (1952)

 

Ο Κάντζι Γουατανάμπε είναι ο υπεύθυνος του τομέα δημόσιων ζητημάτων στο δημαρχείο της πόλης όπου διαμένει. Ένας τυπικός γραφειοκράτης θα έλεγε κανείς. Μόνιμα απασχολημένος, χωρίς να κάνει ουσιαστικά τίποτα, παρά μόνο να διατηρεί τη θέση του. Ο βίος του επί τριάντα συναπτά έτη υπηρεσίας στο δήμο μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί σαν μία ανιαρή ρουτίνα. Τίποτα καινουρίο δε συμβαίνει ποτέ. Αυτό μέχρι τώρα. Ο Κάντζι Γουατανάμπε έχει καρκίνο του στομάχου.

Ο Κουροσάβα κάνει δώρο στην ανθρωπότητα άλλο ένα αριστούργημα, μια απο τις πιο άρτιες και ανθρώπινες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ. Τι να πρωτόπει κανείς για την τεχνική μαεστρία που διαθέτει βλέποντας το εκάστοτε πόνημα του; Ειδικά αν σκεφτεί πότε γυρίστηκαν τα περισσότερα. Απίστευτη αίσθηση του κάδρου, υπέροχο μοντάζ και καταπληκτική οπτική αφήγηση, με εικόνες που μπορούν άνετα να γίνουν εξώφυλλο σε νουβέλες εποχής. Ο Κουροσάβα φαίνεται φορές να έχει ανεξάντλητα αποθέματα άσσων στο μανίκι του.  Είναι ένας σκηνοθέτης απο εκείνους που βλέποντας τα έργα τους, μπορείς πολύ εύκολα να αντιληφθείς το μεράκι να ξεχειλίζει απο παντού. Πέρα και πάνω απο όλα αυτά βέβαια, σε ταινίες σαν το Ikiru καταλαβαίνεις πόση ψυχή κουβαλούσε μέσα του.

Ο Γουατανάμπε (Τακάσι Σιμούρα) μαθαίνει λοιπόν ότι έχει το πολύ έξι μήνες ζωής. Τι κάνει συνήθως ένας άνθρωπος στη θέση του μετά το αρχικό σοκ; Απολογισμό φυσικά. Αποξενωμένος απο τον γιό του, για τον οποίο υποτίθεται θυσίασε τη ζωή του μετά τον θάνατο της γυναίκας του, και έχοντας αφήσει τόσο πολύ χρόνο να πάει χαμένος, αποφασίζει επιτέλους να ζήσει.

Στην προσπάθεια του αυτή τον βοηθάει αρχικά ένας συγγραφέας βιβλίων φαντασίας δεύτερης διαλογής. Ένα ρεμάλι ουσιαστικά θα έλεγε κάνεις. Ένα ρεμάλι που συγκινείται όμως απο την κατάσταση του και τη δύναμη ψυχής του να αντιμετωπίσει κατάματα, ενόψει του επικείμενου χαμού του, τον ελεύθερο βίο που στερήθηκε επι δεκαετίες. Περνάνε μαζί λοιπόν μια βραδιά, η οποία εξελίσσεται σε έναν, ηδονιστικό σχεδόν, ύμνο προς τη ζωή και τις χαρές της. Η αντιδιαστολή του μελλοθάνατου Γουατανάμπε με το πλήθος των ανθρώπων που ζουν ανέμελα στο ρυθμό της εποχής είναι ξεκάθαρη και συγκινεί στη σκηνή που ήρωας μας τραγουδάει μέσα σε ένα κέντρο διασκέδασης ένα παλιό παραδοσιακό τραγούδι, που μιλάει για το πόσο πρόσκαιρη είναι η νιότη και πόσο φευγαλέα η ζωή.

Ο πρωταγωνιστής τις επόμενες μέρες τις περνάει κυρίως με την παρέα μια νεαρής υφιστάμενης του στο δημαρχείο, η οποία τον γύρευε ούτως ή άλλως ώστε να βάλει σφραγίδα στη αίτηση παραίτησης της. Η κοπέλα είναι ένα άτομο φρέσκο και χαρούμενο, επομένως ο Γουατανάμπε κατά κάποιο τρόπο νιώθει ότι παίρνει ζωή απο την παρουσία της και επιζητάει να είναι μαζί όσο το δυνατόν περισσότερο.

Αυτό απο ένα σημείο και ύστερα αρχίζει και γίνεται λίγο αλλόκοτο για την νεαρή, η οποία δεν γνωρίζει τίποτα για την κατάσταση του Γουατανάμπε. Όταν του ζητάει τον λόγο, ο ήρωας απρόθυμα δίνει τις απαραίτητες εξηγήσεις, αλλά καταλαβαίνει και ο ίδιος ότι αυτό το πράγμα που συμβαίνει είναι ουσιαστικά μια διαφυγή απο την πραγματικότητα. Κάτι που δεν δίνει καμία αξία στον λίγο χρόνο που του έχει απομείνει. Εκείνη τη στιγμή συμβαίνει στο κεφάλι του μια αποκάλυψη και σε μια απο τις πιο συμβολικές σεκάνς της ιστορίας του σινεμά, αποχωρίζεται την κοπέλα, ενώ παράλληλα στο υπόβαθρο ακούγονται κάμποσα νεαρά κορίτσια να τραγουδούν το "happy birthday to you" στην εορτάζουσα φίλη τους που μόλις εισήλθε στον χώρο που βρισκόντουσαν. Ο νέος εαυτός του μόλις έχει γεννηθεί. Η κοπέλα διαισθανόμενη τη βαρύτητα της στιγμής μένει παγωμένη να "αφουγκράζεται" τι έχει μόλις συμβεί. Μια πραγματικά συγκλονιστική και βαθιά υπαρξιακή σκηνή.

Μετά απο λίγο, το φιλμ κάνει μια μετάβαση πέντε μηνών μπροστά στο χρόνο, στο μνημόσυνο του Γουατανάμπε, όπου ένας σημαντικός αριθμός δημοτικών αξιωματούχων και υπαλλήλων είναι μαζεμένοι να αποδώσουν τιμή. Όταν αποχωρούν τα μεγάλα κεφάλια του δήμου, αυτό που ακολουθεί απο τους εναπομείναντες παριστάμενους είναι μια αλληλουχία αναδρομών στο παρελθόν και το πως πέρασε τους τελευταίους του μήνες ο ηρωάς μας.

Μαθαίνουμε λοιπόν ότι έδωσε πολύ μεγάλο αγώνα ώστε να γίνει πάρκο ένας χώρος με βρώμικα λιμνάζοντα νερά, μια εστία μόλυνσης επι της ουσίας, που αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα για τους δημότες. Τα έβαλε όχι μόνο με την οκνηρή και παχύδερμη γραφειοκρατία, αλλά ακόμα-ακόμα και με τον υπόκοσμο. Με απαράμμιλη επιμονή, άλλα και με μια στωικότητα στην αδιαφορία και την υποτίμηση, σχεδόν μαρτυρική. "Δεν έχω χρόνο να είμαι θυμωμένος με τους ανθρώπους" λέει χαρακτηριστικά σε κάποια φάση ο Γουατανάμπε.

Αν ήθελα πραγματικά να καλύψω κάθε μάθημα ζωής και συμβολισμό της ταινίας, θα έπρεπε να γράψω ίσως άλλο τόσο κείμενο. Ο Τακάσι Σιμούρα (με συμμετοχές και σε άλλες ταινίες του Κουροσάβα, όπως "Οι 7 σαμουράι", "Ο θρόνος του αίματος", "Yojimbo"και "Sanjuro") δίνει μια "απο καρδιάς" ερμηνεία που δεν πέφτει στην παγίδα του μελό (πως θα μπορούσε άλλωστε με τον τεράστιο Ακίρα να τον καθοδηγεί), άλλα πείθει για την αλήθεια της και ξυπνάει πλήθος συναισθημάτων. Ο πρωταγωνιστής είναι αδύναμος απο την ασθένεια και φοβισμένος, αλλά τόσο δυνατός και ατρόμητος παράλληλα. Καταλαβαίνεις πως η καταδική του είναι και η αιτία της προσωπικής του υπέρβασης. Ο τρόπος που κοιτάζει, στιγμές αγγίζει το μεταφυσικό. Όλο το υπόλοιπο καστ τον πλαισιώνει εξαιρετικά. Το μόνο θεματάκι που έχει για εμένα το φιλμ είναι ότι ίσως "απλώνει" λίγο παραπάνω φορές. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις όμως μια ιδιοφυία, που έχει τόσα να πει σε μια ταινία, για κάτι τέτοιο. Θα πάρει το χρόνο της όπως εκείνη νομίζει.

Τα πολλά λόγια είναι φτώχια και ήδη χρησιμοποίησα αρκετά. Ένα αδιαμφισβήτητο "must see" στο βιβλίο μου.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 9,5/10

29/1/18

ANGEL'S EGG (1985)


Ήταν καιρός να μπει και ένα animation φιλμ στον κατάλογο του blog. Και ενώ υπάρχουν πάρα πολλοί αξιόλογοι υποψήφιοι, επέλεξα ίσως ένα απο τα λιγότερο γνωστά του είδους, γιατί πολύ απλά εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ, αρχικά απο την αισθητική του και στη συνέχεια απο το περιεχόμενο του, που μου ήταν αδύνατο να το προσπεράσω.
 
Στα της υπόθεσης δεν υπάρχει κάτι ξεκάθαρο. Παρακολουθούμε ένα κορίτσι που έχει στην κατοχή του ένα μεγάλο αυγό και ζει κοντά σε μια εγκατελελειμμένη φαινομενικά πόλη. Όπως γίνεται αντιληπτό εξ αρχής, το αυγό είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ίδια και το φυλάει ως κόρη οφθαλμού, περιμένοντας να επωαστεί κάτι πολύ όμορφο απο αυτό.

Σε μια απο τις σύχνες, όπως φαίνεται, εξερευνήσεις της μικρής στην πόλη αυτή, συναντά ένα νέο άντρα, τον οποίο έχουμε ήδη δει λίγο νωρίτερα εμείς μπροστά απο ένα τεράστιο σφαιρικό σκάφος που ομοιάζει με μάτι και έχει στην επιφάνεια του χιλιάδες αγάλματα σε στάση προσευχής. Το κορίτσι αν και στην πρώτη του επαφή με το νέο φοβάται και τρέπεται σε πηγή, στη συνέχεια τον εμπιστεύεται και γίνονται συνοδοιπόροι. Η συνέχεια και η κατάληξη επί της οθόνης σας.

Όπως ανέφερα, η ταινία είναι αρκετά ασαφής σαν ιστορία και αφήνει μεγάλο περιθώριο για ερμηνείες. Ωστόσο, υπάρχουν ξεκάθαρες βιβλικές νύξεις και αναφορές, χωρίς όμως να έχουμε κάποιο σκηνοθετικό κύρηγμα ή τόσο απροκάλυπτα εμφανείς αλληγορίες που να υποτιμούν την αντίληψη του θεατή και να ευτελίζουν το φιλμ. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή με το πρόσφατο απαράδεκτο Mother! του Αρονόφσκι. Ίσα ίσα, οι υπαινιγμοί και τα μηνύματα, αν και βρίσκονται σίγουρα εκεί, ποτέ δεν "φωνάζουν" και ποτέ δε σε ωθούν σε τελεσίδικα συμπεράσματα. Και αυτό είναι κάτι που εξυψώνει απίστευτα το Angel's Egg και σε προσκαλεί να το "επισκεφτείς" ξανά και ξανά, για να δεις τι καινούριο θα ανακαλύψεις αυτή τη φορά και αν μετά το πέρας της θέασης θα έχεις την ίδια άποψη με πριν.

Για όσους θέλουν μια ιδέα βέβαια για το τι περίπου μπορεί να διαπραγματεύεται η ταινία, θα αναφέρω τη δική μου αντίληψη σε μέσες άκρες, που ενισχύθηκε και εμπλουτίστηκε και απο τις απόψεις άλλων, μετά απο σχέτικο ψάξιμο που έκανα στο νετ. Έχουμε να κάνουμε πρωτίστως με μια σπουδή πάνω στο θέμα της τυφλής πίστης, πως η άρση αυτής σηματοδοτεί το τέλος της αθωότητας και την ψυχική ενηλικίωση. Παρόλα αυτά, υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως, αν και τίθενται αρκετά ερωτηματικά πάνω στο ζήτημα αυτό, η πίστη αυτή καθαυτή δεν απορρίπτεται συνολικά. Το φιλμ φαίνεται να καλεί τον θεατή να μην ταυτίζεται με μια δογματική ουτοπία, το κυνήγι της οποίας προκαλεί μόνο πόνο και καταστροφή, αλλά να βρει την ουσία μέσα απο την πίστη του και να τη μετασχηματίσει σε κάτι ζωντανό και αληθινά δημιουργικό. Πρέπει να σπάσει δηλαδή το κέλυφος και να δει τι πραγματικά βρίσκεται μέσα στο αυγό.

Πέραν αυτού, υφίστανται και άλλα επι μέρους μηνύματα και πλείστοι όσοι συμβολισμοί, άλλα δεν θα μπω στη διαδικασία να τα αναφέρω όλα αυτά, γιατί είναι καλύτερο να τα ανακαλύψετε μόνοι σας. Υπάρχουν άλλωστε και διάφορες αναλύσεις που μπορείτε να καταφύγετε αν επιθυμείτε.

Όσον αφορά το οπτικοακουστικό κομάτι, το Angel's Egg είναι ένα αριστούργημα και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Ο σκηνοθέτης Μαμόρου Όσιι (πιο γνωστός για το Ghost in the cell) και ο εικονογράφος, ζωγράφος σκηνογράφος, γλύπτης, σχεδιαστής κουστουμιών και συν-σεναριογράφος με τον Όσιι εν προκειμένω, Γιοσιτάκα Αμάνο (δούλεψέ και στη σειρά video games Final Fantasy) παρέδωσαν ένα έργο τέχνης που θα στέκεται αγέρωχο εις το διηνεκές.

Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι υπνωτιστική (υπάρχουν ελάχιστοι διάλογοι), με εννίοτε ονειρικές σεκάνς που σε απορροφούν εντελώς και σε μεταφέρουν σε έναν άλλο κόσμο, ενώ η art nouveau αισθητική της πόλης και ο γενικότερος σχεδιασμός και το animation αποτελούν λαμπρό παράδειγμα καλλιτεχνικής μαεστρίας. Σε όλα τα παραπάνω σημαντικότατο ρόλο παίζει και η ηχητική συμβολή του συνθέτη Γιοσιχίρο Κάνο που παρέδωσε ένα συγκλονιστικό soundtrack.

Προσωπικά δε μπορώ να βρω κανένα ψεγάδι στο συγκεκριμένο φιλμ, παρά μόνο τη μικρή του διάρκεια ίσως. Πιστεύω πως είχε ευρύ πεδίο να δώσει και άλλα πράγματα. Απο την άλλη, αν "άπλωνε" παραπάνω ίσως και να κατέληγε φλύαρο, μιας που όπως όλα δείχνουν, για ο,τι ήθελαν να παρουσιάσουν οι Όσιι και Αμάνο 71 λεπτά ήταν αρκετά. Συγκαταλέγεται πλέον στις αγαπημένες μου ταινίες και το συνιστώ χωρίς ενδοιασμό. Δεν είναι για όλους όμως. Beware...

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 10/10

19/7/17

CLERKS (1994)


Σε αυτή τη ζωή, με τον τρόπο ειδικά που είναι δομημένη κοινωνικά, υπάρχουν κάποιες σκληρές αλήθειες με τις οποίες όλοι ερχόμαστε αργά ή γρήγορα αντιμέτωποι. Ή σχεδόν όλοι τέλος πάντων, γιατί πάντα υπάρχουν και κάποιοι προνομιούχοι. Η παρθενική ταινία του ταλαντούχου Κέβιν Σμιθ είναι ουσιαστικά ένα δοκίμιο πάνω σε κάποιες απο αυτές τις αλήθειες.

Παρακολουθούμε μια μέρα απο τη ζωή ενός 22χρονου υπαλλήλου μίνι μάρκετ, του Ντάντε (Μπράιαν Ο' Χάλοραν) και του συνομηλικού του Ράνταλ (Τζεφ Αντερσόν), επίσης υπαλλήλου στο διπλανό συνοικιακό video club. Το αφεντικό του Ντάντε τον "χώνει" στο ρεπό του και η συνέχεια απλά δικαιώνει το ρητό "η καλή μέρα απο το πρωί φαίνεται"! Αυτό που ακολουθεί είναι επι της ουσίας μια σειρά απο μικρά σκετσάκια που δίνουν μια καλή εικόνα του πως έχει κυλήσει μέχρι τώρα ο βίος του Ντάντε, άλλα κυρίως κάνουν εμφανές το πλαίσιο στο οποίο κινείται η καθημερινότητα του. Ενοχλητικοί και άξεστοι πελάτες, καμένα άτομα που κάνουν διακίνηση ναρκωτικών έξω απο το μαγαζί (και κλέβουν και το κάτιτης τους), μια καυτή πρώην που στοιχειώνει ακόμα τη ζωή του, μια γλυκούλα νυν (με την οποία έχει βολευτεί) που προσπαθεί να τον κάνει να επιστρέψει στο σχολείο και βέβαια ο Ράνταλ, το alter ego του. Ο άνθρωπος που τον βασανίζει, κυρίως υπενθυμίζοντας τις ανεπάρκειες του, άλλα ταυτόχρονα τον νοιάζεται όσο κανείς.

To κύριο χαρακτηριστικό του φιλμ είναι το μαύρο χιούμορ και οι επιτηδευμένοι διάλογοι (αρκετές φορές στα όρια της καφρίλας), που εννίοτε εκμπέμπουν και έναν ερασιτεχνισμό. Αυτό δεν είναι κακό όμως, αφού παραμένουν αστείοι και έξυπνοι (με αναφορές και στην ποπ κουλτούρα, άλλα κατά κύριο λόγο σε σκέψεις και πτυχές της καθημερινότητας ανθρώπων που δεν ξέρουν τι θέλουν και που πηγαίνουν) και υπηρετούν την ταινία ιδανικά, προσθέτωντας φρεσκάδα και δημιουργώντας μια ωραία αντιδιαστολή σε σχέση με το γενικό μουντό και ρουτινιάρικο υπόβαθρο της ζωής του Ντάντε. Ένα υπόβαθρο που η ασπρόμαυρη εικόνα του φιλμ βοηθάει ακόμα περισσότερο να γίνει εμφανές.

Οποιοσδήποτε νιώθει ή ένιωσε ποτέ στη ζωή του αδιεξοδικά και εγκλωβισμένος σε καταστάσεις που τον φθείρουν και τον εμποδίζουν να αναπτυχθεί και να βρει τον εαυτό του, θα ταυτιστεί αρκετά με τους βασικούς χαρακτήρες του έργου. Στην πραγματικότητα θα έλεγε κανείς πως η ταινία είναι ένα μήνυμα προς όλους τους ανθρώπους που νιώθουν μια έλλειψη νοήματος στα πάντα. Κάτι σαν ένα "δεν είσαι μόνος σου, υπάρχουν χιλιάδες σαν εσένα εκεί έξω". Και βέβαια σε πιο ειδικές γραμμές είναι ένας ύμνος στη ζωή των απανταχού υπαλλήλων διαφόρων καταστημάτων που "σαπίζουν" σε επαναλαμβανομενές και βαρετές δουλειές.

Πολλοί ίσως να απογοητευτούν απο τις ερασιτεχνικού τύπου ερμηνείες και το σχετικά επιπόλαιο σενάριο ή ακόμα και απο τη μέτρια σκηνοθεσία, αλλά όπως προείπα δε νομίζω ότι η ουσία της ταινίας βρίσκεται εκεί. Σίγουρα το σενάριο θα μπορούσε να έχει πιο πολύ βάθος και οι ερμηνείες περισσότερη υπόσταση, αλλά τότε θα μιλάγαμε για μια κανονική ταινία και όχι το ultra low-badget, γυρισμένο με τη συμβολή φίλων και γνωστών cult ταινιάκι του Σμιθ. Το οποίο, με όλα τα φανερά ελλατώματα του, βγάζει χαρακτήρα και ζωντάνια. Κάτι που πολλές υπερπαραγωγές ή σοβαροφανή έργα δεν μπορούν να ισχυριστούν πειστικά. Και για να μην αδικήσω εντελώς τους ηθοποιούς, ο Τζεφ Άντερσον υποδύεται έναν εκπληκτικό Ράνταλ, έναν χαρακτήρα απο αυτούς που μένουν ανεξίτηλα χαραγμένοι στη μνήμη των cult fans, ενώ και οι υπόλοιποι διεκπεραιώνουν αρκετά ικανοποιητικά (με τις όποιες υποκριτικές αδυναμίες τους).

Τελικό συμπέρασμα; Η ταινία αξίζει το χρόνο όσων έχουν διάθεση να την παρακολουθήσουν με ανοιχτό μυαλό και να καταλάβουν ποιός είναι ο σκοπός της. Δεν είναι το αριστούργημα, αλλά είναι ένα αξιόλογο (και κλασικό πλέον) cult φιλμάκι.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 7,5/10



                                         
                                                   Lisa Spoonauer (1972-2017)

16/3/17

MARTYRS (2008)


Το Martyrs είναι ένα φιλμ που μετά την πρώτη θέαση αρχίζει και χάνει σε δύναμη. Όχι γιατί ανακαλύπτεις ελλατώματα, ίσα-ίσα που το εκτιμάς ακόμα περισσότερο όσο απορροφάς πράγματα που μπορεί αρχικά να σου είχαν διαφύγει, αλλά γιατί είναι απο εκείνες τις ταινίες που το shock value τους είναι τρομερά υψηλό. Για αυτό και τα συναισθήματα που νιώθεις την πρώτη φορά που θα τη δεις σε στοιχειώνουν για καιρό. Προσωπικά θυμάμαι μια έντονη αίσθηση αποστροφής σε συγκεκριμένες σκηνές, καθώς και ένα βαθύ αίσθημα απόλυτης ματαιότητας και απόγνωσης με το πέρας της.

Η Λούσι (Μιλέν Ζαμπανόι) είναι ένα κορίτσι που κατάφερε να αποδράσει απο τα χέρια των βασανιστών της. Στην αρχή του έργου βλέπουμε ένα σύντομο μοντάζ της ζωής της στο ίδρυμα που κατέληξε μετά την περιπέτεια της και διαπιστώνουμε πως μοναδική της φίλη είναι ένα ακόμα εγκλειστό κοριτσάκι, η Άννα (Μοριάνα Αλαούι). Η ταινία στη συνέχεια κάνει μια μετάβασh 15 ετών μπροστά, εκεί όπου μια φαινομενικά καθημερινή οικογένεια γίνεται στόχος της (ενήλικης πλέον) Λούσι, μιας που θεωρεί πως οι δύο γονείς ήταν οι υπαίτιοι για τα δεινά της.

Απο αυτό το σημείο και ύστερα ξεκινάει ουσιαστικά το φιλμ, που καταφέρνει εξαιρετικά να συνδυάσει το gore (το σοβαρό, όχι το technicolor), τον τρόμο (που όμως στην πορεία έχει την εξηγησή του, άρα πείθει) και το torture cinema. Το τελευταίο ειδικά γίνεται με τέτοιο τρόπο που σε ξαφνιάζει, κλονίζει την πίστη σου στην ανθρωπότητα και σε αφήνει να μετράς τα κομάτια σου. Όπως και στο gore μέρος όμως, έτσι και εδώ ο σκηνοθέτης (Πασκάλ Λογκιέρ) είναι αρκετά ικανός ώστε να μην πέσει στην παγίδα της ακατάσχετης ή μη ρεαλιστικής βίας, που έχει οδηγήσει πολλές ταινίες στην ατραπό της διαστροφικής εξιδανίκευσης όλων αυτών των καταστάσεων και στην αναισθητοποίηση απέναντι στην κτηνωδία.

Αντίθετα, αποκαλύπτει με ωμό τρόπο τη θλιβερή πραγματικότητα της ανθρώπινης βαναυσότητας και με υπολογισμένες κινήσεις καταφέρνει συντριπτικά χτυπήματα στον ψυχισμό του θεατή. Ευτυχώς, παρά την ψυχρή αυτή προσέγγιση η ταινία δεν είναι ένα προσχηματικό κατασκέυασμα με μοναδικό σκοπό να σοκάρει και να περάσει απλά το μήνυμα της. Οι χαρακτήρες είναι ρεαλιστικοί, τα βιώματα τους είναι αληθινά, τα κινητρά τους το ίδιο. Αυτό βεβαίως οφείλεται στις καταπληκτικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, άλλα και στο άρτιο (με κάνα-δύο λογικά κενά) σενάριο, το οποίο υπογράφει πάλι ο Λογκιέρ. Αποτέλεσμα αυτού, το φιλμ να αποτελεί μια ολοκληρωμένη μεταφορά του οράματος του Γάλλου στην οθόνη, με στιβαρή και όμορφη σκηνοθεσία, αρκετές νύξεις στο υποσυνείδητο και απόλυτο καλλιτεχνικό έλεγχο σε λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά.

Το έργο έχει πολλή ψυχή μέσα του, μόνο που είναι κατάμαυρη, όπως και η ιστορία που ξεδιπλώνεται σε αυτό. Μια σκληρή ταινία που σχεδόν σε όλα παίρνει άριστα, απο το σενάριο μέχρι το make-up. Παρόλα αυτά νιώθω ότι κάτι της λείπει για να αγγίξει το τέλειο. Ίσως να ήθελα λίγο παραπάνω χρόνο για ανάπτυξη χαρακτήρων, δεν μπορώ να το εντοπίσω με βεβαιότητα. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι την προτείνω ανεπιφύλακτα, πάντα όμως με την προϋπόθεση πως διαθέτετε γερό στομάχι.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 9/10

17/12/16

HARAKIRI a.k.a SEPPUKU (1962)


Έχοντας ήδη κάνει ποστ για δύο ταινίες του τεράστιου Ακίρα Κουροσάβα, θεώρησα πως ήρθε η στιγμή να τιμήσω και έναν άλλο μεγάλο Ιάπωνα σκηνοθέτη, τον Μασάκι Κομπαγιάσι. Έναν δημιουργό που σίγουρα δεν άφησε πίσω του την κληρονομιά του πρώτου, άλλα μας πρόσφερε μερικές σπουδαίες ταινίες, όπως την 9ώρη αντιπολεμική τριλογία Ningen no jôken (a.k.a Human Condition), το Jôi-uchi: Hairyô tsuma shimatsu (a.k.a Samurai Rebellion), το μεταφυσικό Kwaidan και φυσικά το Harakiri. Το κορυφαίο του έργο και ένα απο τα σημαντικότερα στην ιστορία του σινεμά κατά την ταπεινή μου άποψη.

Το φιλμ εξελίσσεται κατά την περίοδο της ειρήνης που ακολούθησε τους πολέμους και τις διενέξεις μεταξύ των διάφορων αρχόντων της φεουδαρχικής Ιαπωνίας. Η κεντρική εξουσιά, το σογκουνάτο, καταργεί αρκετές απο τις υφιστάμενες φατρίες και αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλοί σαμουράι να μένουν χωρίς αφέντη και επομένως χωρίς τρόπο βιοπορισμού. 

Ορισμένοι εξ αυτών, θέλοντας να γλιτώσουν την ατίμωση της επαιτείας ή γενικότερα μιας ζωής χωρίς τιμή (όπως αυτοί τουλάχιστον την αντιλαμβάνονται έτσι), παρουσιάζονται στις πύλες των εναπομείναντων φατρίων και ζητούν να τους δωθεί χώρος ώστε να τελέσουν σεπούκου (γνωστότερο και ως χαρακίρι). Δηλαδή να αφαιρέσουν την ίδια τους τη ζωή βάσει του παραδοσιακού κώδικα τιμής των σαμουράι, του bushido. Οι περισσότερες φατρίες όμως αρνούνται να κάνουν αποδεκτό κάτι τέτοιο και συνήθως τους προσφέρουν κάποια χρήματα και τους διώχνουν μακριά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τους παίρνουν ακόμα και υπο τη σκέπη τους. Παρατηρείται λοιπόν το φαινόμενο ένα μεγάλο ποσοστό απο αυτούς τους πεινασμένους και απελπισμένους ρόνιν να ζητούν προσχηματικά να κάνουν χαρακίρι, με απώτερο σκοπό να έχουν κάποιο όφελος απο όλο αυτό. Πράγμα που θεωρείται απο όσους είναι αυστηρά προσκολλημένοι στον κώδικα τιμής, τεράστια προσβολή και ευτελισμός του bushido.

Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, ο Τσουγκούμο Χανσίρο, είναι ένας ακόμα πρώην σαμουράι που εμφανίζεται κάποια στιγμή στη βάση του οίκου Ίγι και εκφράζει την επιθυμία να τελέσει χαρακίρι. Ο ανώτερος σύμβουλος της φατρίας, προσπαθώντας να τον αποτρέψει απο αυτή την απόφαση, του διηγείται την ιστορία κάποιου άλλου ρονίν που πέρασε απο εκεί πριν κάτι μήνες έχοντας το ίδιο αίτημα. Το όνομα του ήταν Τσιτζίγουα Μοτόμε και ανήκε κιόλας στην ίδια, διαλύμενη πλέον, φατρία που υπηρετούσε και ο Χανσίρο. Ο Μοτόμε σύμφωνα με τον σύμβουλο δεν είχε πραγματική πρόθεση να αυτοκτονήσει, άλλα αηδιασμένοι από την ατιμωτική του συμπεριφορά, αντί να του δώσουν κάποια βοήθεια, η οποία θα έφερνε ντροπή στον οίκο και πλήθος ακόμα επιτήδειων στις πύλες τους, αποφάσισαν να τον πιέσουν να πάει μέχρι τέλους.

 Σε ένα βασανιστικό τελετουργικό, ο Μοτόμε αναγκάστηκε να ξεκοιλιάσει τον εαυτό του χρησιμοποιώντας ένα ξίφος που η λεπίδα του ήταν φτιαγμένη απο μπαμπού (άρα καθόλου κοφτερή), παρατείνοντας έτσι τo μαρτύριο του ακόμα περισσότερο από όσο ήταν απαραίτητο. 


 Ο Χανσίρο παρά την ιστορία του συμβούλου παραμένει αμετακίνητος στο αιτημά του. Όλα είναι πλέον έτοιμα για το χαρακίρι. Ή σχεδόν όλα, αφού όταν ο Χανσίρο ζητάει κατά σείρα τρείς απο τους πιο σπουδαίους σαμουράι των Ίγι να είναι οι βοηθοί του στην τελετή, αποδεικνύεται πως όλοι απουσιάζουν εντελώς απροσδόκητα. Ο σύμβουλος στέλνει ανθρώπους να δούνε τι έχει συμβεί και στο μεσοδιάστημα ο Χανσίρο αποφασίζει να διηγηθεί και εκείνος μια ιστορία με τη σειρά του. Αυτό που ακολουθεί είναι το ξεδίπλωμα ενός δράματος, μιας που όπως αποδεικνύεται ο Χανσίρο και ο Μοτόμε σχετίζονταν, όντας δεμένοι μάλιστα και με οικογενειακούς δεσμούς.

Το έργο είναι ένας σκηνοθετικός θρίαμβος. Ο Κομπαγιάσι αγγίζει την τελειότητα με τα υπέροχα κάδρα και πλάνα του, δημιουργώντας αξεπέραστες εικόνες και ένα κλίμα του οποίου την ένταση νιώθεις στο πετσί σου. Οι μακρείς, άδειοι και σιωπηλοί διάδρομοι της βάσης των Ίγι αντικατοπτρίζουν ιδανικά το βάρος της παράδοσης και τον μονόδρομο της κοινωνικής απαίτησης. Ίσως και την κενότητα όλων αυτών. Όποιος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα πρότυπα τιμής και ανδρισμού που επιβάλει ο κώδικας θεωρείται μίασμα και απαξιώνεται. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;  Mήπως τα παραπάνω σε τελική ανάλυση είναι μόνο ένα προσωπείο με λίγη εώς και καθόλου ουσία; Μια ταύτιση που ακόμα και εκείνοι που την υποστηρίζουν με θέρμη στα λόγια, αδυνατούν να την υποστηρίξουν στην πράξη; Η απάντηση έρχεται μέσα απο τα λόγια του Χανσίρο, άλλα και τις πράξεις του Μοτόμε που φαινομενικά είναι ο πιο αδύναμος και "θηλυκός" αντρικός χαρακτήρας της ταινίας. Όποιος εμμένει σε σύμβολα και αντικείμενα δεν μπορεί να κάνει ούτε το ελάχιστο καλό, ακόμα και στους πιο αγαπημένους του ανθρώπους. Αντίθετα, εκείνος που έχει μόνο αγάπη μέσα του φτάνει μέχρι και στην κόλαση για αυτούς. Μια κόλαση που δυστυχώς δεν δημιούργησε κανένας θεός ή διάολος, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. 

Ερμηνευτικά, ο Τατσούγια Νακαντάι (Χανσίρο), όπως στο Ραν έτσι και εδώ, είναι καταπληκτικός. Η αποδοσή του στο Ραν βέβαια είναι κάτι το εξωπραγματικό, άλλα και εδώ κάθε βλέμμα, κάθε κουβέντα, κάθε αντιδραση του είναι τόσο αληθινά που φορές μοιάζουν αβάσταχτα. Ένας εξαιρετικός ηθοποιός που αξίζει να κυνηγήσει κανείς τη φιλμογραφία του. Αυτός και ο, πολύ διασημότερος του, Τοσίρο Μιφούνε είναι πιθανότατα οι δύο πιο σπουδαίοι Ιάπωνες ηθοποιοί του 20ου αιώνα. Το υπόλοιπο καστ στέκεται επίσης στο ύψος των περιστάσεων, τιμώντας το όραμα του σκηνοθέτη και το πνεύμα της ταινίας. 
Η μουσική, όσες φορές χρησιμοποιείται, αλλόκοσμη και τραγική στοιχειώνει την ατμόσφαιρα και εντείνει το αίσθημα της αγωνίας και της ματαιότητας συνάμα. Για άλλη μια φορά οι Ιάπωνες φαντάζουν τόσο κοντά στην αρχαία ελληνική τραγωδία, που δεν μπορείς πάρα να πιστέψεις ότι υπάρχει κάποια κρυφή σύνδεση. Ειλικρινά δεν μπορώ να βρώ κάποιο πραγματικό μειονέκτημα στο φιλμ αυτό. Ίσως μόνο το γεγονός ότι κάποιες μονομαχίες δεν αποδίδονται με τόσο ιδανικό, κατά την άποψη μου, τρόπο ή και παραλείπονται ακόμα. Όμως δεν είναι αυτό η ουσία του έργου και σίγουρα δεν πρόκειται κανείς να εστιάσει εκεί μετά την παρακολούθηση αυτού του αριστουργήματος.

Πρόκειται για μια ιδιοφυή δημιουργία που προκαλεί την κατεστημένη ηθική, στοχάζεται πάνω στη θέση του ανθρώπου στην κοινωνία, καθώς και της κοινωνίας στην ιστορία και την παράδοση. Την προτείνω ανεπιφύλακτα. Ακατάλληλη μόνο για θεατές αποκλειστικά εύπεπτων ταινιών, ανυπόμονους και όσους δεν μπορούν να δουν πέρα απο τη μύτη τους. 

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 9,5/10


Yγ. Η ταινία έχει και remake (Ichimei του 2011) απο τον Τακάσι Μίικε, το οποίο δεν έχω δει, αλλά αμφιβάλλω ότι μπορεί να φτάσει το πρωτότυπο. Έχει μπει στην playlist παρόλα αυτά.

5/11/16

DEAD SNOW 2: RED VS DEAD (2014)


Είχα δει το πρώτο Dead snow πριν κάμποσα χρόνια και για να πω την αλήθεια ούτε που το θυμόμουν καλά-καλά πριν δω και το δεύτερο. Μου είχε μείνει μόνο ότι ήταν ένα αρκετά gory και συμπαθητικό ζομποφιλμάκι, αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα το τρομέρο, καλό για φαν του είδους πάντως. Ευτυχώς το Dead snow 2 κάνει μια καλή σύνοψη της πρώτης ταινίας στην εισαγωγή (λογικό κιόλας, αφού συνέχιζει απο εκεί που τελειώνει το DS), όποτε μπορεί κάποιος να το παρακολουθήσει χωρίς να χρειάζεται να ανατρέξει εκεί.

Ο πρωταγωνιστής μας, ο Μάρτιν, είναι ο μόνος που έχει επιζήσει απο το μακελειό του προηγούμενου φιλμ και ενώ νομίζει πως έχει γλιτώσει με μοναδική απώλεια ένα κομένο χέρι (α ναι, και μια νεκρή φιλενάδα), διαπιστώνει στην πορεία ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Τα νάζο-ζόμπι ξύπνησαν αρχικά για να διεκδικήσουν πίσω τον θησαυρό τους που σφετερίστηκαν αυτός και οι φίλοι του, άλλα τώρα έχουν βάλει στο μάτι μια ολόκληρη πόλη της Νορβηγίας, το Τάβλικ. Αυτό γιατί στον διοικητή τους, ονόματι Χέρζογκ, είχε ανατεθεί αυτοπροσώπως απο τον ίδιο τον Χίτλερ να αφανίσει κάθε κάτοικο της πόλης, ύστερα απο ένα σχετικό σαμποτάζ που διαπράχθηκε εκεί εναντίον των ναζί στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Και αν ξέρουμε κάτι για τους ναζί, εκτός απο το ότι ήταν μισανθρωπικά σκατά με πόδια, είναι πως είχαν πάντα υψηλό το αίσθημα της ευθύνης. Ο Μάρτιν λοιπόν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει και επιχειρεί να αποτρέψει την διαφαινόμενη κατάληξη. Στην προσπάθεια αυτή τον βοηθάνε μια ομάδα τριών αμερικάνων geeks που ονομάζεται zombie squad, ένας ιδιόρυθμος υπάλληλος του πολέμικου μουσείου και στην πορεία και μια ομάδα σοβιετικών ζομπι που ήταν στρατιώτες κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Δυνατό σενάριο, έτσι; 

Πάμε στο ζουμί τώρα. Το έργο τα σπάει και δεν παίρνει ούτε αιχμαλώτους. Έχει βέβαια κάποια στοιχεία που μπορούν να θεωρηθούν κιτς και τραβηγμένα απο τα αυτιά (μπορεί να συμβεί ακόμα και σε ζομποταινία που είναι εξ ορισμού τραβηγμένη). Π.χ. τα νάζο-ζόμπι του πρώτου φιλμ προφανώς τώρα έχουν και μαγικές ικανότητες, αφού εκτός απο το να είναι απέθαντοι μπορούν να κάνουν μεταμοσχεύσεις μελών χωρίς κανένα απολύτως μέσο. Απλά τοποθετούν ένα κομένο χέρι εκεί που κάποιος έχει ελλειψή χεριού και αυτό "δένει". Επίσης ο Χέρζογκ έχει την ικανότητα να ανασταίνει τους πεθαμένους (ο πρωταγωνιστής αναφέρει χαρακτηριστικά, φανερώνοντας την χιουμοριστική/αυτοκριτική διάθεση του σκηνοθέτη Tόμυ Γούιρκολα, "το κάνουν και αυτό τώρα;") και να δημιουργεί μια στρατιά απο υποτακτικά ζόμπι στην υπηρεσία των ναζιστικών "ιδεωδών". Βρε τι μου θυμίζει...

Αν έχετε φτάσει στο σημείο εκείνη να κάνει μπάνιο και εσύ
να χέζεις, σας αξίζει ο θάνατος απο ένα ναζο-ζόμπι!

Πέρα απο αυτά, που έχουν και ένα cool παράγοντα πάνω τους αν το δεις απο άλλη οπτική γωνία, έχουμε ένα απίστευτα διασκεδαστικό έργο που συνδυάζει το gore και την κωμωδία μαεστρικά. Ο Γούιρκολα δεν χαρίζεται πουθενά. Παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένοι, άπαντες πεθαίνουν με τους πιο αιματηρούς και συχνά και με τους πιο αστείους τρόπους. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν υπέροχα τους ρόλους τους, κάνοντας έτσι όλους τους χαρακτήρες ενδιαφέροντες και αληθοφανείς. Βοηθάνε και οι καλογραμμένοι διάλογοι σίγουρα, αλλά παρ' όλα αυτά τέτοιο προσεγμένο καστ πολλές φορές δεν το βλέπεις ούτε σε υπερπαραγώγες. Το χιούμορ δίνει και παίρνει με κοινωνικά/πολιτικά σχόλια, αναφορές στην ποπ κουλτούρα (κυρίως στον πόλεμο των άστρων) και σε διάφορα στερεότυπα, ενώ παράλληλα η ταινία κλείνει το μάτι στον ίδιο της τον εαυτό ("This hasn't happened before, you created a new genre man"). Επιπλέον μας προσφέρει, έστω και για λίγα λεπτά, το πιο bad-ass ζόμπι στην ιστορία του κινηματογράφου, τον σοβιετικο διοικητή Σταβάριν. Ο μόνος που κατάφερε να δείχνει πιο τρομαχτικός και απειλητικός απο τον ανελέητο Χέρζογκ. Παράλληλα έχουμε και τη παρουσία του πιο φιλικού και βασανισμένου ζόμπι που είδαμε ποτέ. Ένα ζόμπι που θα έκανε ακόμα και το Νίκο Ξανθόπουλο να μοιάζει Γκαστόνε. Δείτε το φιλμ και θα καταλάβετε.

Σκηνοθετικά η ταινία είναι αξιοπρεπέστατη, με κάποιες εντυπωσιακές σκηνές που φανερώνουν την ύπαρξη ενός ικανοποιητικού μπατζετ. Δεν είναι και άριστο, αλλά ο Γουιρκόλα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί με αυτά που έχει. Επίσης υπάρχουν κάποια λογικά κενά στο στόρι που όμως δεν μας νοιάζουν καθόλου, μιας που συνολικά το φιλμ είναι μια πολύ ευχάριστη εμπειρία. Τόσο πολύ που θα το σύγκρινα ανετά με το Shaun of the dead ή το Braindead. Φυσικά εδώ δεν έχουμε ανίερα και αλλόκοσμα ζόμπι, αλλά ανελέητα ζόμπι σε αποστολή. Προσωπικά αν και μεγάλος φαν του πρώτου είδους, μπορώ να πω ότι ευχαριστήθηκα εξίσου αυτή την εκδοχή των νεκροζώντανων.

Τα πολλά λόγια είναι φτώχια, άλλο ένα must-see για τους φαν του καλτ σινεμά...

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 7,5/10