25/8/18

NOCTURNAL ANIMALS (2016)


Η Σούζαν (Amy Adams) είναι ιδιοκτήτης μιας μεγάλης γκαλερύ του Λος Άντζελες, που δεν πηγαίνει πλέον και πολύ καλά. Ο γοητευτικός και φαινομενικά δυναμικός άντρας της είναι συνέχεια απασχολημένος με τη δουλειά του, δεν μπορεί να αφιερώσει ούτε λίγα λεπτά για εκείνη και λείπει συχνά σε επαγγελματικά ταξίδια. Ναι, όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό 9 στις 10 φορές. Ο άντρας της έχει όντως εξωσυζυγική σχέση.

 Η ζωή της φαίνεται να είναι μια καλογυαλισμένη, αλλά αποπνικτική ρουτίνα. Μια οικεία μιζέρια που δεν την γεμίζει σε κανένα επίπεδο πλέον. Η Σούζαν δεν μπορεί να κοιμηθεί κανονικά εδώ και καιρό. Ξαφνικά, μέσα σε όλα αυτά, παραλαμβάνει ένα πακέτο. Το πακέτο είναι από τον πρώην άντρα της, τον Έντουαρντ, με τον όποιο έχει να μιλήσει 19 χρόνια. Μέσα περιέχει το πρωτότυπο ενός μυθιστορήματος που ονομάζεται "νυκτόβια ζώα", με προσωπική αφιέρωση και την προτροπή να βρεθούνε.

Η Σούζαν από το ξεπακετάρισμα ακόμα του βιβλίου κόβεται από το χαρτί. Οιωνός για το τι πρόκειται να ακολουθήσει στη συνέχεια και στον ψυχισμό της. Η ιστορία του ξεκινάει με μια τριμελή οικογένεια, τον Τόνυ (Jake Jyllenhaal), την γυναίκα του Λώρα και την έφηβη κόρη τους να διασχίζουν το δυτικό Τέξας σε ένα οικογενειακό ταξίδι αναψυχής. Ο Τόνυ θα λέγαμε πως είναι ο εξευγενισμένος τύπος άντρα, που αποφεύγει τις συγκρούσεις και πιστεύει πως με υπομονή και διάλογο μπορεί να διαχειριστεί και να αποφύγει δύσκολες καταστάσεις. Σίγουρα δηλαδή απέχει πολύ από τα macho πρότυπα αρρενωπότητας. Για κακή τύχη εκείνου και των δύο γυναικών της ζωής του όμως, στη διάρκεια του ταξιδιού τους έρχεται αντιμέτωπος με τέσσερα ρεμάλια που δε δείχνουν να εκτιμούν και ιδιαίτερα την μετριοπαθή φύση του. Ο ένας εξ αυτών, ονόματι Ρέυ (Aaron Taylor-Johnson), φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως κυνικός και επικίνδυνος.

Το βιβλίο του Έντουαρντ από τη στιγμή της συνάντησης αυτής μετατρέπεται σε θρίλερ, ο αντίκτυπος του οποίου στην ψυχολογία της Σούζαν φαίνεται να είναι αρκετά σφοδρότερος από ο,τι πιθανότατα θα ήταν για τον μέσο αναγνώστη. Η ταινία πολλές φορές κάνει κόψιμο στην αφήγηση της ιστορίας του βιβλίου και μας δείχνει τη Σούζαν σε αντιδιαστολή με τον Τόνυ.

Ο τελευταίος, παρότι φανταστικός χαρακτήρας, ζει έναν πολύ απτό εφιάλτη μέσα στο μυθιστορηματικό κόσμο του Έντουαρντ. Αντίθετα η, με σάρκα και οστά, Σούζαν φαίνεται τόσο αποστειρωμένη και αποστασιοποιημένη από όλα, ακόμα και από τον ίδιο της τον εαυτό. Σχεδόν ψεύτικη. Το βιβλίο φαίνεται να της το θυμίζει αυτό ολοένα και περισσότερο όσο προχωράει την ανάγνωση, για κάποιο λόγο που ακόμα δεν είναι ιδιαίτερα εμφανής.

Ενδείξεις για το τι πιθανώς συμβαίνει αρχίζουν και δίνονται όταν μπαίνει και ένα τρίτο αφήγημα μέσα στην ταινία. Εκείνο που παρουσιάζει πως έφτασαν να είναι μαζί πριν πολλά χρόνια ο Έντουαρντ και η Σούζαν, τη δυναμική της σχέσης τους και την άδοξη κατάληξη της. Αξιοσημείωτο είναι πως τον Έντουαρντ υποδύεται πάλι ο Jake Jyllenhaal, πράγμα που σημαίνει πως στα μάτια της Σούζαν ο μυθιστορηματικός πρωταγωνιστής ταυτίζεται με τον πρώην άντρα της. Καθώς λοιπόν προχωρούν ταυτόχρονα πλέον και τα τρία αφηγήματα (η πραγματικότητα, το μυθιστόρημα και η αναδρομή στο παρελθόν), πολλά πράγματα αρχίζουν και βγάζουν περισσότερο νόημα, αν και πάντα υπάρχει κάτι ασαφές. Καταλαβαίνουμε όμως πως, επί της ουσίας, το βιβλίο δεν είναι παρά μια αλληγορία για το τι συνέβη μεταξύ του Έντουαρντ και της Σούζαν. Είναι άραγε όμως μόνο αυτό ή και κάτι άλλο;

Θα ήθελα πραγματικά, αντί για κριτική, να κάνω πλήρη ανάλυση αυτού του εξαιρετικού φιλμ, γιατί έχει τόσα πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα για να σχολιάσει και επισημάνει κανείς. Δεν θα ξεφύγω εντελώς όμως. Ο Τομ Φορντ αφηγείται μια συγκλονιστική ιστορία προδοσίας και εκδίκησης. Παρουσιάζει την τρομερή δυσλειτουργικότητα που υπάρχει σε πολλές σχέσεις, υποτίθεται αγάπης. Μιας αγάπης κατ' επίφαση, που σαμποτάρεται συστηματικά από την άρνηση που έχουν πολλοί να αντιμετωπίσουν τις ανεπάρκειες και τις φοβίες τους, καταφεύγοντας στην ανώδυνη λύση του να τις προβάλλουν στον σύντροφο τους, εκλογικεύοντας έτσι την δική τους έλλειψη προσπάθειας. Μια καταστροφική συνταγή, που υπαγορεύεται από την ανικανότητα τους να επικοινωνήσουν πραγματικά με τον άλλο και να πάψουν να λειτουργούν σαν μονάδες μέσα σε μια σχέση.
Κατά συνέπεια, η ευκολία τους να παίρνουν αποφάσεις ζωής μονομερώς και να προβαίνουν σε πράξεις που μπορεί να σημαδέψουν και πληγώσουν ανεπανόρθωτα τον σύντροφο τους αποδεικνύεται σοκαριστικά αυτονόητη για εκείνους. Στο εγωιστικό μυαλό τους έχουν ξεκάθαρα αυτό το δικαίωμα.

Ο Έντουαρντ λέει στη Σούζαν κάποια στιγμή μέσα στο έργο: "όταν αγαπάς κάποιον πρέπει να είσαι προσεκτικός με αυτό, μπορεί να μην το έχεις ποτέ ξανά". Της λέει επίσης: "δεν μπορείς απλά να βαδίζεις μακριά από τις καταστάσεις κάθε φορά". Η Σούζαν δεν κατάλαβε ποτέ την βαρύτητα των δηλώσεων αυτών. H "αγάπη" της είχε ήδη ξεφτίσει και ο Έντουαρντ δεν ήταν πια για εκείνη τίποτα άλλο, πάρα ένας αδύναμος, απορροφημένος από τον εαυτό του άνθρωπος, που δεν έβλεπε την πραγματικότητα. Ένας αιθεροβάμων, που δεν άξιζε άλλο να ασχοληθεί μαζί του και να σπαταλήσει τη ζωή της προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανό αυτό που είχαν. Έτσι τον έβλεπε και έτσι του φέρθηκε. Η προδοσία της βέβαια πήγε πολύ πιο βαθιά από έναν άκομψο και αδόκητο χωρισμό. Τόσο βαθιά, που ο Έντουαρντ βασανισμένος για χρόνια από τις συνέπειες των πράξεων τις, τελικά αναγκάστηκε, για να καταφέρει να επιβιώσει, να σκοτώσει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του.

Οι συμβολισμοί, παρακολουθώντας το δράμα του Τόνυ και το παρελθόν των Σούζαν/Εντουάρντ να ξεδιπλώνονται, γίνονται πλέον πιο εμφανείς, αν και ποτέ εξόφθαλμοι. Και αυτό είναι στα συν της ταινίας. Υπάρχουν οπτικά στοιχεία που συνδέουν το παρελθόν με το μυθιστόρημα, ενώ γίνονται διαφόρων ειδών νύξεις, κυρίως στο παρόν, για το τι εξελίσσεται και πως αυτό επηρεάζει την Σούζαν. Στο τέλος βέβαια, πρέπει να ενώσει ο θεατής τις τελείες. Εξαιτίας αυτού, υπήρξαν πολλοί που δεν κατάλαβαν καν το έργο και κάποιοι που το βρήκαν δήθεν και επί της ουσίας ρηχό. Τους πρώτους δεν θα τους κάκιωνα, αν η συντριπτική πλειοψηφία τους δεν ήθελε να εκφράζει άποψη για κάτι που δεν καταλαβαίνει, πράγμα απίστευτα εγωκεντρικό και καθυστερημένο. Τους δεύτερους, που ένα κομμάτι τους βέβαια υπερκαλύπτει και την πρώτη ομάδα, γενικά τους σέβομαι σε πρώτη φάση, άλλα διαφωνώ μαζί τους με πάθος.

Το φιλμ είναι αρτιότατο. Η σκηνοθεσία υπέροχα ατμοσφαιρική, αλλάζει χρωματική παλέτα ανάλογα με το τι παρακολουθούμε στην οθόνη. Η ανιαρή καθημερινότητα της "παγωμένης" Σούζαν κινείται κυρίως σε ψυχρούς τόνους, η περιπέτεια του μυθιστορηματικού Τόνυ μέσα στα κίτρινα και τα καφέ της αφόρητης ζέστης του Τέξας, ενώ το παρελθόν του Έντουαρντ και της Σούζαν έχει την πιο νορμάλ εικόνα, ίσως γιατί υπόσχονταν ένα happy-end που τελικά δεν ήρθε ποτέ. Το καστ πολύ δυνατό, όλοι μέσα στο δέρμα του ρόλου τους, με τον Michael Shannon που παίζει τον Μπόμπυ Άντες, έναν Τεξανό αστυνομικό του μυθιστορήματος, να κλέβει λίγο παραπάνω την παράσταση από τους υπολοίπους κατά την αποψή μου. Ο χαρακτήρας του και ο τρόπος που τον αποδίδει, σε κάνουν να μη θέλεις να πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη. Το δε τέλος της ταινίας, για εμένα δικαιώνει απόλυτα ο,τι έχτιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή ο σκηνοθέτης και ειλικρινά οικτίρω όσους το κατέκριναν για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Είναι ο,τι πιο ιδανικό, αλλά δεν θα κάνω spoilers εξηγώντας το γιατί.

Το μόνο που μου έλειψε αρκετά είναι μια στιβαρή παγείωση της σχέσης του Έντουαρντ και της Σούζαν πριν το χωρισμό τους. Δεν θεωρώ ότι πήρε το χρόνο που έπρεπε ο Φόρντ για να το δείξει αυτό. Εστίασε μόνο σε κάποια, αντιδραστικά προς τους γονείς της, κίνητρα της Σούζαν και σε έναν πολύ αόριστο ιδεαλισμό του Έντουαρντ, που πιο πολύ υπονοείται ότι την γοήτευσε αρχικά, παρά το είδαμε στην πράξη.

Εκεί έχασε λίγο δύναμη το έργο, γιατί αντιστοίχως απώλεσε δύναμη και η σχέση, ώστε να μπορέσουμε μετά να νιώσουμε πιο ουσιαστικά στο πετσί μας τι ήταν αυτό που ευτελίστηκε και προδόθηκε. Και το γεγονός (δεν κάνω spoilers) πάνω στο οποίο στηρίχτηκε τελικά το περισσότερο βάρος της προδοσίας, μοιάζει ίσως σα να είναι ένα τέχνασμα, μία ευκολία, ενώ θα μπορούσε να είναι το στοιχείο που θα ολοκλήρωνε την εικόνα ενός δεσμού, που είχε μια κάποια αξία. Αυτό τον δεσμό περιμένει κυρίως από το κοινό να τον συμπεράνει ο Φορντ, αντί να τον αναπτύξει ο ίδιος. Σημαντικό ψεγάδι.

Δεν είναι αρκετό όμως, κατά την γνώμη μου, για να στερήσει από αυτή την ταινία τους επαίνους που της αξίζουν σαν συνολική προσπάθεια. Απλά της στερεί την τελειότητα, πράγμα που στον τελικό απολογισμό δεν έχει και τόση πολλή σημασία, αφού η εμπειρία της θέασης της παραμένει ένα έντονο συναισθηματικό ταξίδι, που το πέρας του αντηχεί εκκωφαντικά αρκετές αδιαμφισβήτητες αλήθειες της δικής μας, πραγματικής ζωής.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 9/10


Some things you cannot take back...