25/8/18

NOCTURNAL ANIMALS (2016)


Η Σούζαν (Amy Adams) είναι ιδιοκτήτης μιας μεγάλης γκαλερύ του Λος Άντζελες, που δεν πηγαίνει πλέον και πολύ καλά. Ο γοητευτικός και φαινομενικά δυναμικός άντρας της είναι συνέχεια απασχολημένος με τη δουλειά του, δεν μπορεί να αφιερώσει ούτε λίγα λεπτά για εκείνη και λείπει συχνά σε επαγγελματικά ταξίδια. Ναι, όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό 9 στις 10 φορές. Ο άντρας της έχει όντως εξωσυζυγική σχέση.

 Η ζωή της φαίνεται να είναι μια καλογυαλισμένη, αλλά αποπνικτική ρουτίνα. Μια οικεία μιζέρια που δεν την γεμίζει σε κανένα επίπεδο πλέον. Η Σούζαν δεν μπορεί να κοιμηθεί κανονικά εδώ και καιρό. Ξαφνικά, μέσα σε όλα αυτά, παραλαμβάνει ένα πακέτο. Το πακέτο είναι από τον πρώην άντρα της, τον Έντουαρντ, με τον όποιο έχει να μιλήσει 19 χρόνια. Μέσα περιέχει το πρωτότυπο ενός μυθιστορήματος που ονομάζεται "νυκτόβια ζώα", με προσωπική αφιέρωση και την προτροπή να βρεθούνε.

Η Σούζαν από το ξεπακετάρισμα ακόμα του βιβλίου κόβεται από το χαρτί. Οιωνός για το τι πρόκειται να ακολουθήσει στη συνέχεια και στον ψυχισμό της. Η ιστορία του ξεκινάει με μια τριμελή οικογένεια, τον Τόνυ (Jake Jyllenhaal), την γυναίκα του Λώρα και την έφηβη κόρη τους να διασχίζουν το δυτικό Τέξας σε ένα οικογενειακό ταξίδι αναψυχής. Ο Τόνυ θα λέγαμε πως είναι ο εξευγενισμένος τύπος άντρα, που αποφεύγει τις συγκρούσεις και πιστεύει πως με υπομονή και διάλογο μπορεί να διαχειριστεί και να αποφύγει δύσκολες καταστάσεις. Σίγουρα δηλαδή απέχει πολύ από τα macho πρότυπα αρρενωπότητας. Για κακή τύχη εκείνου και των δύο γυναικών της ζωής του όμως, στη διάρκεια του ταξιδιού τους έρχεται αντιμέτωπος με τέσσερα ρεμάλια που δε δείχνουν να εκτιμούν και ιδιαίτερα την μετριοπαθή φύση του. Ο ένας εξ αυτών, ονόματι Ρέυ (Aaron Taylor-Johnson), φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως κυνικός και επικίνδυνος.

Το βιβλίο του Έντουαρντ από τη στιγμή της συνάντησης αυτής μετατρέπεται σε θρίλερ, ο αντίκτυπος του οποίου στην ψυχολογία της Σούζαν φαίνεται να είναι αρκετά σφοδρότερος από ο,τι πιθανότατα θα ήταν για τον μέσο αναγνώστη. Η ταινία πολλές φορές κάνει κόψιμο στην αφήγηση της ιστορίας του βιβλίου και μας δείχνει τη Σούζαν σε αντιδιαστολή με τον Τόνυ.

Ο τελευταίος, παρότι φανταστικός χαρακτήρας, ζει έναν πολύ απτό εφιάλτη μέσα στο μυθιστορηματικό κόσμο του Έντουαρντ. Αντίθετα η, με σάρκα και οστά, Σούζαν φαίνεται τόσο αποστειρωμένη και αποστασιοποιημένη από όλα, ακόμα και από τον ίδιο της τον εαυτό. Σχεδόν ψεύτικη. Το βιβλίο φαίνεται να της το θυμίζει αυτό ολοένα και περισσότερο όσο προχωράει την ανάγνωση, για κάποιο λόγο που ακόμα δεν είναι ιδιαίτερα εμφανής.

Ενδείξεις για το τι πιθανώς συμβαίνει αρχίζουν και δίνονται όταν μπαίνει και ένα τρίτο αφήγημα μέσα στην ταινία. Εκείνο που παρουσιάζει πως έφτασαν να είναι μαζί πριν πολλά χρόνια ο Έντουαρντ και η Σούζαν, τη δυναμική της σχέσης τους και την άδοξη κατάληξη της. Αξιοσημείωτο είναι πως τον Έντουαρντ υποδύεται πάλι ο Jake Jyllenhaal, πράγμα που σημαίνει πως στα μάτια της Σούζαν ο μυθιστορηματικός πρωταγωνιστής ταυτίζεται με τον πρώην άντρα της. Καθώς λοιπόν προχωρούν ταυτόχρονα πλέον και τα τρία αφηγήματα (η πραγματικότητα, το μυθιστόρημα και η αναδρομή στο παρελθόν), πολλά πράγματα αρχίζουν και βγάζουν περισσότερο νόημα, αν και πάντα υπάρχει κάτι ασαφές. Καταλαβαίνουμε όμως πως, επί της ουσίας, το βιβλίο δεν είναι παρά μια αλληγορία για το τι συνέβη μεταξύ του Έντουαρντ και της Σούζαν. Είναι άραγε όμως μόνο αυτό ή και κάτι άλλο;

Θα ήθελα πραγματικά, αντί για κριτική, να κάνω πλήρη ανάλυση αυτού του εξαιρετικού φιλμ, γιατί έχει τόσα πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα για να σχολιάσει και επισημάνει κανείς. Δεν θα ξεφύγω εντελώς όμως. Ο Τομ Φορντ αφηγείται μια συγκλονιστική ιστορία προδοσίας και εκδίκησης. Παρουσιάζει την τρομερή δυσλειτουργικότητα που υπάρχει σε πολλές σχέσεις, υποτίθεται αγάπης. Μιας αγάπης κατ' επίφαση, που σαμποτάρεται συστηματικά από την άρνηση που έχουν πολλοί να αντιμετωπίσουν τις ανεπάρκειες και τις φοβίες τους, καταφεύγοντας στην ανώδυνη λύση του να τις προβάλλουν στον σύντροφο τους, εκλογικεύοντας έτσι την δική τους έλλειψη προσπάθειας. Μια καταστροφική συνταγή, που υπαγορεύεται από την ανικανότητα τους να επικοινωνήσουν πραγματικά με τον άλλο και να πάψουν να λειτουργούν σαν μονάδες μέσα σε μια σχέση.
Κατά συνέπεια, η ευκολία τους να παίρνουν αποφάσεις ζωής μονομερώς και να προβαίνουν σε πράξεις που μπορεί να σημαδέψουν και πληγώσουν ανεπανόρθωτα τον σύντροφο τους αποδεικνύεται σοκαριστικά αυτονόητη για εκείνους. Στο εγωιστικό μυαλό τους έχουν ξεκάθαρα αυτό το δικαίωμα.

Ο Έντουαρντ λέει στη Σούζαν κάποια στιγμή μέσα στο έργο: "όταν αγαπάς κάποιον πρέπει να είσαι προσεκτικός με αυτό, μπορεί να μην το έχεις ποτέ ξανά". Της λέει επίσης: "δεν μπορείς απλά να βαδίζεις μακριά από τις καταστάσεις κάθε φορά". Η Σούζαν δεν κατάλαβε ποτέ την βαρύτητα των δηλώσεων αυτών. H "αγάπη" της είχε ήδη ξεφτίσει και ο Έντουαρντ δεν ήταν πια για εκείνη τίποτα άλλο, πάρα ένας αδύναμος, απορροφημένος από τον εαυτό του άνθρωπος, που δεν έβλεπε την πραγματικότητα. Ένας αιθεροβάμων, που δεν άξιζε άλλο να ασχοληθεί μαζί του και να σπαταλήσει τη ζωή της προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανό αυτό που είχαν. Έτσι τον έβλεπε και έτσι του φέρθηκε. Η προδοσία της βέβαια πήγε πολύ πιο βαθιά από έναν άκομψο και αδόκητο χωρισμό. Τόσο βαθιά, που ο Έντουαρντ βασανισμένος για χρόνια από τις συνέπειες των πράξεων τις, τελικά αναγκάστηκε, για να καταφέρει να επιβιώσει, να σκοτώσει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του.

Οι συμβολισμοί, παρακολουθώντας το δράμα του Τόνυ και το παρελθόν των Σούζαν/Εντουάρντ να ξεδιπλώνονται, γίνονται πλέον πιο εμφανείς, αν και ποτέ εξόφθαλμοι. Και αυτό είναι στα συν της ταινίας. Υπάρχουν οπτικά στοιχεία που συνδέουν το παρελθόν με το μυθιστόρημα, ενώ γίνονται διαφόρων ειδών νύξεις, κυρίως στο παρόν, για το τι εξελίσσεται και πως αυτό επηρεάζει την Σούζαν. Στο τέλος βέβαια, πρέπει να ενώσει ο θεατής τις τελείες. Εξαιτίας αυτού, υπήρξαν πολλοί που δεν κατάλαβαν καν το έργο και κάποιοι που το βρήκαν δήθεν και επί της ουσίας ρηχό. Τους πρώτους δεν θα τους κάκιωνα, αν η συντριπτική πλειοψηφία τους δεν ήθελε να εκφράζει άποψη για κάτι που δεν καταλαβαίνει, πράγμα απίστευτα εγωκεντρικό και καθυστερημένο. Τους δεύτερους, που ένα κομμάτι τους βέβαια υπερκαλύπτει και την πρώτη ομάδα, γενικά τους σέβομαι σε πρώτη φάση, άλλα διαφωνώ μαζί τους με πάθος.

Το φιλμ είναι αρτιότατο. Η σκηνοθεσία υπέροχα ατμοσφαιρική, αλλάζει χρωματική παλέτα ανάλογα με το τι παρακολουθούμε στην οθόνη. Η ανιαρή καθημερινότητα της "παγωμένης" Σούζαν κινείται κυρίως σε ψυχρούς τόνους, η περιπέτεια του μυθιστορηματικού Τόνυ μέσα στα κίτρινα και τα καφέ της αφόρητης ζέστης του Τέξας, ενώ το παρελθόν του Έντουαρντ και της Σούζαν έχει την πιο νορμάλ εικόνα, ίσως γιατί υπόσχονταν ένα happy-end που τελικά δεν ήρθε ποτέ. Το καστ πολύ δυνατό, όλοι μέσα στο δέρμα του ρόλου τους, με τον Michael Shannon που παίζει τον Μπόμπυ Άντες, έναν Τεξανό αστυνομικό του μυθιστορήματος, να κλέβει λίγο παραπάνω την παράσταση από τους υπολοίπους κατά την αποψή μου. Ο χαρακτήρας του και ο τρόπος που τον αποδίδει, σε κάνουν να μη θέλεις να πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη. Το δε τέλος της ταινίας, για εμένα δικαιώνει απόλυτα ο,τι έχτιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή ο σκηνοθέτης και ειλικρινά οικτίρω όσους το κατέκριναν για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Είναι ο,τι πιο ιδανικό, αλλά δεν θα κάνω spoilers εξηγώντας το γιατί.

Το μόνο που μου έλειψε αρκετά είναι μια στιβαρή παγείωση της σχέσης του Έντουαρντ και της Σούζαν πριν το χωρισμό τους. Δεν θεωρώ ότι πήρε το χρόνο που έπρεπε ο Φόρντ για να το δείξει αυτό. Εστίασε μόνο σε κάποια, αντιδραστικά προς τους γονείς της, κίνητρα της Σούζαν και σε έναν πολύ αόριστο ιδεαλισμό του Έντουαρντ, που πιο πολύ υπονοείται ότι την γοήτευσε αρχικά, παρά το είδαμε στην πράξη.

Εκεί έχασε λίγο δύναμη το έργο, γιατί αντιστοίχως απώλεσε δύναμη και η σχέση, ώστε να μπορέσουμε μετά να νιώσουμε πιο ουσιαστικά στο πετσί μας τι ήταν αυτό που ευτελίστηκε και προδόθηκε. Και το γεγονός (δεν κάνω spoilers) πάνω στο οποίο στηρίχτηκε τελικά το περισσότερο βάρος της προδοσίας, μοιάζει ίσως σα να είναι ένα τέχνασμα, μία ευκολία, ενώ θα μπορούσε να είναι το στοιχείο που θα ολοκλήρωνε την εικόνα ενός δεσμού, που είχε μια κάποια αξία. Αυτό τον δεσμό περιμένει κυρίως από το κοινό να τον συμπεράνει ο Φορντ, αντί να τον αναπτύξει ο ίδιος. Σημαντικό ψεγάδι.

Δεν είναι αρκετό όμως, κατά την γνώμη μου, για να στερήσει από αυτή την ταινία τους επαίνους που της αξίζουν σαν συνολική προσπάθεια. Απλά της στερεί την τελειότητα, πράγμα που στον τελικό απολογισμό δεν έχει και τόση πολλή σημασία, αφού η εμπειρία της θέασης της παραμένει ένα έντονο συναισθηματικό ταξίδι, που το πέρας του αντηχεί εκκωφαντικά αρκετές αδιαμφισβήτητες αλήθειες της δικής μας, πραγματικής ζωής.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 9/10


Some things you cannot take back...

28/4/18

IKIRU (1952)

 

Ο Κάντζι Γουατανάμπε είναι ο υπεύθυνος του τομέα δημόσιων ζητημάτων στο δημαρχείο της πόλης όπου διαμένει. Ένας τυπικός γραφειοκράτης θα έλεγε κανείς. Μόνιμα απασχολημένος, χωρίς να κάνει ουσιαστικά τίποτα, παρά μόνο να διατηρεί τη θέση του. Ο βίος του επί τριάντα συναπτά έτη υπηρεσίας στο δήμο μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί σαν μία ανιαρή ρουτίνα. Τίποτα καινουρίο δε συμβαίνει ποτέ. Αυτό μέχρι τώρα. Ο Κάντζι Γουατανάμπε έχει καρκίνο του στομάχου.

Ο Κουροσάβα κάνει δώρο στην ανθρωπότητα άλλο ένα αριστούργημα, μια απο τις πιο άρτιες και ανθρώπινες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ. Τι να πρωτόπει κανείς για την τεχνική μαεστρία που διαθέτει βλέποντας το εκάστοτε πόνημα του; Ειδικά αν σκεφτεί πότε γυρίστηκαν τα περισσότερα. Απίστευτη αίσθηση του κάδρου, υπέροχο μοντάζ και καταπληκτική οπτική αφήγηση, με εικόνες που μπορούν άνετα να γίνουν εξώφυλλο σε νουβέλες εποχής. Ο Κουροσάβα φαίνεται φορές να έχει ανεξάντλητα αποθέματα άσσων στο μανίκι του.  Είναι ένας σκηνοθέτης απο εκείνους που βλέποντας τα έργα τους, μπορείς πολύ εύκολα να αντιληφθείς το μεράκι να ξεχειλίζει απο παντού. Πέρα και πάνω απο όλα αυτά βέβαια, σε ταινίες σαν το Ikiru καταλαβαίνεις πόση ψυχή κουβαλούσε μέσα του.

Ο Γουατανάμπε (Τακάσι Σιμούρα) μαθαίνει λοιπόν ότι έχει το πολύ έξι μήνες ζωής. Τι κάνει συνήθως ένας άνθρωπος στη θέση του μετά το αρχικό σοκ; Απολογισμό φυσικά. Αποξενωμένος απο τον γιό του, για τον οποίο υποτίθεται θυσίασε τη ζωή του μετά τον θάνατο της γυναίκας του, και έχοντας αφήσει τόσο πολύ χρόνο να πάει χαμένος, αποφασίζει επιτέλους να ζήσει.

Στην προσπάθεια του αυτή τον βοηθάει αρχικά ένας συγγραφέας βιβλίων φαντασίας δεύτερης διαλογής. Ένα ρεμάλι ουσιαστικά θα έλεγε κάνεις. Ένα ρεμάλι που συγκινείται όμως απο την κατάσταση του και τη δύναμη ψυχής του να αντιμετωπίσει κατάματα, ενόψει του επικείμενου χαμού του, τον ελεύθερο βίο που στερήθηκε επι δεκαετίες. Περνάνε μαζί λοιπόν μια βραδιά, η οποία εξελίσσεται σε έναν, ηδονιστικό σχεδόν, ύμνο προς τη ζωή και τις χαρές της. Η αντιδιαστολή του μελλοθάνατου Γουατανάμπε με το πλήθος των ανθρώπων που ζουν ανέμελα στο ρυθμό της εποχής είναι ξεκάθαρη και συγκινεί στη σκηνή που ήρωας μας τραγουδάει μέσα σε ένα κέντρο διασκέδασης ένα παλιό παραδοσιακό τραγούδι, που μιλάει για το πόσο πρόσκαιρη είναι η νιότη και πόσο φευγαλέα η ζωή.

Ο πρωταγωνιστής τις επόμενες μέρες τις περνάει κυρίως με την παρέα μια νεαρής υφιστάμενης του στο δημαρχείο, η οποία τον γύρευε ούτως ή άλλως ώστε να βάλει σφραγίδα στη αίτηση παραίτησης της. Η κοπέλα είναι ένα άτομο φρέσκο και χαρούμενο, επομένως ο Γουατανάμπε κατά κάποιο τρόπο νιώθει ότι παίρνει ζωή απο την παρουσία της και επιζητάει να είναι μαζί όσο το δυνατόν περισσότερο.

Αυτό απο ένα σημείο και ύστερα αρχίζει και γίνεται λίγο αλλόκοτο για την νεαρή, η οποία δεν γνωρίζει τίποτα για την κατάσταση του Γουατανάμπε. Όταν του ζητάει τον λόγο, ο ήρωας απρόθυμα δίνει τις απαραίτητες εξηγήσεις, αλλά καταλαβαίνει και ο ίδιος ότι αυτό το πράγμα που συμβαίνει είναι ουσιαστικά μια διαφυγή απο την πραγματικότητα. Κάτι που δεν δίνει καμία αξία στον λίγο χρόνο που του έχει απομείνει. Εκείνη τη στιγμή συμβαίνει στο κεφάλι του μια αποκάλυψη και σε μια απο τις πιο συμβολικές σεκάνς της ιστορίας του σινεμά, αποχωρίζεται την κοπέλα, ενώ παράλληλα στο υπόβαθρο ακούγονται κάμποσα νεαρά κορίτσια να τραγουδούν το "happy birthday to you" στην εορτάζουσα φίλη τους που μόλις εισήλθε στον χώρο που βρισκόντουσαν. Ο νέος εαυτός του μόλις έχει γεννηθεί. Η κοπέλα διαισθανόμενη τη βαρύτητα της στιγμής μένει παγωμένη να "αφουγκράζεται" τι έχει μόλις συμβεί. Μια πραγματικά συγκλονιστική και βαθιά υπαρξιακή σκηνή.

Μετά απο λίγο, το φιλμ κάνει μια μετάβαση πέντε μηνών μπροστά στο χρόνο, στο μνημόσυνο του Γουατανάμπε, όπου ένας σημαντικός αριθμός δημοτικών αξιωματούχων και υπαλλήλων είναι μαζεμένοι να αποδώσουν τιμή. Όταν αποχωρούν τα μεγάλα κεφάλια του δήμου, αυτό που ακολουθεί απο τους εναπομείναντες παριστάμενους είναι μια αλληλουχία αναδρομών στο παρελθόν και το πως πέρασε τους τελευταίους του μήνες ο ηρωάς μας.

Μαθαίνουμε λοιπόν ότι έδωσε πολύ μεγάλο αγώνα ώστε να γίνει πάρκο ένας χώρος με βρώμικα λιμνάζοντα νερά, μια εστία μόλυνσης επι της ουσίας, που αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα για τους δημότες. Τα έβαλε όχι μόνο με την οκνηρή και παχύδερμη γραφειοκρατία, αλλά ακόμα-ακόμα και με τον υπόκοσμο. Με απαράμμιλη επιμονή, άλλα και με μια στωικότητα στην αδιαφορία και την υποτίμηση, σχεδόν μαρτυρική. "Δεν έχω χρόνο να είμαι θυμωμένος με τους ανθρώπους" λέει χαρακτηριστικά σε κάποια φάση ο Γουατανάμπε.

Αν ήθελα πραγματικά να καλύψω κάθε μάθημα ζωής και συμβολισμό της ταινίας, θα έπρεπε να γράψω ίσως άλλο τόσο κείμενο. Ο Τακάσι Σιμούρα (με συμμετοχές και σε άλλες ταινίες του Κουροσάβα, όπως "Οι 7 σαμουράι", "Ο θρόνος του αίματος", "Yojimbo"και "Sanjuro") δίνει μια "απο καρδιάς" ερμηνεία που δεν πέφτει στην παγίδα του μελό (πως θα μπορούσε άλλωστε με τον τεράστιο Ακίρα να τον καθοδηγεί), άλλα πείθει για την αλήθεια της και ξυπνάει πλήθος συναισθημάτων. Ο πρωταγωνιστής είναι αδύναμος απο την ασθένεια και φοβισμένος, αλλά τόσο δυνατός και ατρόμητος παράλληλα. Καταλαβαίνεις πως η καταδική του είναι και η αιτία της προσωπικής του υπέρβασης. Ο τρόπος που κοιτάζει, στιγμές αγγίζει το μεταφυσικό. Όλο το υπόλοιπο καστ τον πλαισιώνει εξαιρετικά. Το μόνο θεματάκι που έχει για εμένα το φιλμ είναι ότι ίσως "απλώνει" λίγο παραπάνω φορές. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις όμως μια ιδιοφυία, που έχει τόσα να πει σε μια ταινία, για κάτι τέτοιο. Θα πάρει το χρόνο της όπως εκείνη νομίζει.

Τα πολλά λόγια είναι φτώχια και ήδη χρησιμοποίησα αρκετά. Ένα αδιαμφισβήτητο "must see" στο βιβλίο μου.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 9,5/10

29/1/18

ANGEL'S EGG (1985)


Ήταν καιρός να μπει και ένα animation φιλμ στον κατάλογο του blog. Και ενώ υπάρχουν πάρα πολλοί αξιόλογοι υποψήφιοι, επέλεξα ίσως ένα απο τα λιγότερο γνωστά του είδους, γιατί πολύ απλά εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ, αρχικά απο την αισθητική του και στη συνέχεια απο το περιεχόμενο του, που μου ήταν αδύνατο να το προσπεράσω.
 
Στα της υπόθεσης δεν υπάρχει κάτι ξεκάθαρο. Παρακολουθούμε ένα κορίτσι που έχει στην κατοχή του ένα μεγάλο αυγό και ζει κοντά σε μια εγκατελελειμμένη φαινομενικά πόλη. Όπως γίνεται αντιληπτό εξ αρχής, το αυγό είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ίδια και το φυλάει ως κόρη οφθαλμού, περιμένοντας να επωαστεί κάτι πολύ όμορφο απο αυτό.

Σε μια απο τις σύχνες, όπως φαίνεται, εξερευνήσεις της μικρής στην πόλη αυτή, συναντά ένα νέο άντρα, τον οποίο έχουμε ήδη δει λίγο νωρίτερα εμείς μπροστά απο ένα τεράστιο σφαιρικό σκάφος που ομοιάζει με μάτι και έχει στην επιφάνεια του χιλιάδες αγάλματα σε στάση προσευχής. Το κορίτσι αν και στην πρώτη του επαφή με το νέο φοβάται και τρέπεται σε πηγή, στη συνέχεια τον εμπιστεύεται και γίνονται συνοδοιπόροι. Η συνέχεια και η κατάληξη επί της οθόνης σας.

Όπως ανέφερα, η ταινία είναι αρκετά ασαφής σαν ιστορία και αφήνει μεγάλο περιθώριο για ερμηνείες. Ωστόσο, υπάρχουν ξεκάθαρες βιβλικές νύξεις και αναφορές, χωρίς όμως να έχουμε κάποιο σκηνοθετικό κύρηγμα ή τόσο απροκάλυπτα εμφανείς αλληγορίες που να υποτιμούν την αντίληψη του θεατή και να ευτελίζουν το φιλμ. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή με το πρόσφατο απαράδεκτο Mother! του Αρονόφσκι. Ίσα ίσα, οι υπαινιγμοί και τα μηνύματα, αν και βρίσκονται σίγουρα εκεί, ποτέ δεν "φωνάζουν" και ποτέ δε σε ωθούν σε τελεσίδικα συμπεράσματα. Και αυτό είναι κάτι που εξυψώνει απίστευτα το Angel's Egg και σε προσκαλεί να το "επισκεφτείς" ξανά και ξανά, για να δεις τι καινούριο θα ανακαλύψεις αυτή τη φορά και αν μετά το πέρας της θέασης θα έχεις την ίδια άποψη με πριν.

Για όσους θέλουν μια ιδέα βέβαια για το τι περίπου μπορεί να διαπραγματεύεται η ταινία, θα αναφέρω τη δική μου αντίληψη σε μέσες άκρες, που ενισχύθηκε και εμπλουτίστηκε και απο τις απόψεις άλλων, μετά απο σχέτικο ψάξιμο που έκανα στο νετ. Έχουμε να κάνουμε πρωτίστως με μια σπουδή πάνω στο θέμα της τυφλής πίστης, πως η άρση αυτής σηματοδοτεί το τέλος της αθωότητας και την ψυχική ενηλικίωση. Παρόλα αυτά, υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως, αν και τίθενται αρκετά ερωτηματικά πάνω στο ζήτημα αυτό, η πίστη αυτή καθαυτή δεν απορρίπτεται συνολικά. Το φιλμ φαίνεται να καλεί τον θεατή να μην ταυτίζεται με μια δογματική ουτοπία, το κυνήγι της οποίας προκαλεί μόνο πόνο και καταστροφή, αλλά να βρει την ουσία μέσα απο την πίστη του και να τη μετασχηματίσει σε κάτι ζωντανό και αληθινά δημιουργικό. Πρέπει να σπάσει δηλαδή το κέλυφος και να δει τι πραγματικά βρίσκεται μέσα στο αυγό.

Πέραν αυτού, υφίστανται και άλλα επι μέρους μηνύματα και πλείστοι όσοι συμβολισμοί, άλλα δεν θα μπω στη διαδικασία να τα αναφέρω όλα αυτά, γιατί είναι καλύτερο να τα ανακαλύψετε μόνοι σας. Υπάρχουν άλλωστε και διάφορες αναλύσεις που μπορείτε να καταφύγετε αν επιθυμείτε.

Όσον αφορά το οπτικοακουστικό κομάτι, το Angel's Egg είναι ένα αριστούργημα και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Ο σκηνοθέτης Μαμόρου Όσιι (πιο γνωστός για το Ghost in the cell) και ο εικονογράφος, ζωγράφος σκηνογράφος, γλύπτης, σχεδιαστής κουστουμιών και συν-σεναριογράφος με τον Όσιι εν προκειμένω, Γιοσιτάκα Αμάνο (δούλεψέ και στη σειρά video games Final Fantasy) παρέδωσαν ένα έργο τέχνης που θα στέκεται αγέρωχο εις το διηνεκές.

Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι υπνωτιστική (υπάρχουν ελάχιστοι διάλογοι), με εννίοτε ονειρικές σεκάνς που σε απορροφούν εντελώς και σε μεταφέρουν σε έναν άλλο κόσμο, ενώ η art nouveau αισθητική της πόλης και ο γενικότερος σχεδιασμός και το animation αποτελούν λαμπρό παράδειγμα καλλιτεχνικής μαεστρίας. Σε όλα τα παραπάνω σημαντικότατο ρόλο παίζει και η ηχητική συμβολή του συνθέτη Γιοσιχίρο Κάνο που παρέδωσε ένα συγκλονιστικό soundtrack.

Προσωπικά δε μπορώ να βρω κανένα ψεγάδι στο συγκεκριμένο φιλμ, παρά μόνο τη μικρή του διάρκεια ίσως. Πιστεύω πως είχε ευρύ πεδίο να δώσει και άλλα πράγματα. Απο την άλλη, αν "άπλωνε" παραπάνω ίσως και να κατέληγε φλύαρο, μιας που όπως όλα δείχνουν, για ο,τι ήθελαν να παρουσιάσουν οι Όσιι και Αμάνο 71 λεπτά ήταν αρκετά. Συγκαταλέγεται πλέον στις αγαπημένες μου ταινίες και το συνιστώ χωρίς ενδοιασμό. Δεν είναι για όλους όμως. Beware...

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 10/10