Ο Κουροσάβα είναι ένας σκηνοθέτης που θα τιμηθεί πολλές φορές εδώ πέρα. Δεν γίνεται αλλιώς άλλωστε, μιλάμε για έναν ιδιοφυή δημιουργό. Έναν άνθρωπο που αποτελεί κεφάλαιο για το παγκόσμιο σινεμά, έναν εθνικό θησαυρό για τους Ιάπωνες, που άφησε πίσω του ένα έργο βαθιά υπαρξιακό και πανανθρώπινο. Ολόκληρη η φιλμογραφία του κυμαίνεται μεταξύ του πολύ καλού και του αριστουργήματος. Και στην κορυφή όλων, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, βρίσκεται το Ran.
Πρόκειται ουσιαστικά για την μεταφορά του "Βασιλιά Ληρ" του Γουίλιαμ Σέξπηρ στην φεουδαρχική Ιαπωνία, πράγμα που είχε επιχειρήσει και άλλη φορά στο παρελθόν ο Κουροσάβα ("Ο θρόνος του αίματος" ήταν μεταφορά του "Μάκβεθ"). Αν λάβουμε υπόψιν μας ότι ο Σέξπηρ θεωρείται από πολλούς αισθητά επηρεασμένος απο τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς συγγραφείς, τότε βλέποντας το Ran αρκετοί θα αντιληφθούν πολύ πιο εύκολα γιατί το όλο σκηνικό μοιάζει τόσο οικείο φορές. Και πράγματι υπάρχουν σκηνές που το γενικότερο στήσιμο, η ατμόσφαιρα και οι ελάχιστες, άλλα καίριες, μουσικές παρεμβάσεις "μυρίζουν" Επίδαυρο. Ο Κουροσάβα μας προσφέρει ένα εξαιρετικό αμάλγαμα θεάτρου Νο και Σέξπηρ. Και κάπου εκεί μέσα αντηχεί πάντα έντονα το αρχαίο ελληνικό δράμα.
Ο άρχοντας Χιντετόρα, μετά από ένα όνειρο που αντιλαμβάνεται ως σημαδιακό, αισθάνεται ότι είναι αρκετά μεγάλος ώστε να να παραμένει αρχηγός του οίκου των Ιντζιμόντζι. Αποφασίζει να δώσει στον μεγαλύτερο γιό του (Τάρο) τον τίτλο μαζί με το πρώτο και πιο μεγαλοπρεπές κάστρο, ενώ στους άλλους δύο γιούς του αποφασίζει να δώσει το δεύτερο και το τρίτο κάστρο αντίστοιχα με την προτροπή να στηρίζουν τον Τάρο. Ο ίδιος διατηρεί τον τίτλο του μεγάλου άρχοντα μαζί με μια φρουρά τριάντα αντρών. Ο μόνος που διαφωνεί ουσιαστικά με την απόφαση του, είναι ο μικρότερος του γιός (Σαμπούρο), ο οποίος θεωρεί ότι ο πατέρας του είναι αφελής που πιστεύει οτι τα παιδιά του που μεγάλωσαν μέσα σε μια εποχή γεμάτη πόλεμο και έριδες θα δείξουν καλή πίστη, τιμώντας τον και μένοντας ενωμένοι. Παράλληλα καυτηριάζει τους αδερφούς του για τον κατ' επίφαση σεβασμό και την υπερβολική κολακεία τους απέναντι στον Χιντετόρα. Ο τελευταίος βρίσκει τρομερά αναιδή και ζηλόφθονη τη στάση του Σαμπούρο και τον εξορίζει. Η εξέλιξη των πραγμάτων δυστυχώς δικαιώνει τον βενιαμίν των Ιντζιμόντζι.
Η ταινία είναι ένα αριστούργημα απο όλες τις απόψεις. Οι ερμηνείες είναι καταπληκτικές με τον Τατσούγια Νακαντάι που υποδύεται τον Χιντετόρα να αξίζει όλα τα όσκαρ του κόσμου. Η απόδοση της πτώσης του άλλοτε σεβαστού και ισχυρού πολέμαρχου στην ανυποληψία και την τρέλα είναι συγκλονιστική. Το υπόλοιπο καστ τον ακολουθεί κατα πόδας με την Μίεκο Χαράντα που υποδύεται την γυναίκα του Τάρο να ξεχωρίζει. Ο χαρακτήρας της (Λαίδη Κάεντε) είναι πολύ βασικός, αφού στην ουσία αυτή υποκινεί όλες τις συγκρούσεις μέσα στο βασίλειο, και τον ερμηνεύει υποδειγματικά. Ιδιαίτερος και ο ρόλος του Σινοσούκε Ικεχάτα (Κιόαμι) που υποδύεται τον γελωτοποιό, πιστό συνοδοιπόρο του Χιντετόρα ακόμα και στην απόλυτη παρακμή του. Αποτελεί ουσιαστικά το ηθικό στοιχείο της ταινίας που εκφράζει τις πιο πικρές και δύσκολες αλήθειες. Όλοι οι ηθοποιοί υπηρετούν ιδανικά το έργο και καταλαβαίνουν για ποιό λόγο είναι εκεί, τι και πως πρέπει να το κάνουν. Δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που απλά να διεκπεραιώνει, ούτε καν οι κομπάρσοι. Αυτό είναι ένδειξη του πόσο σοβαρά και με μεράκι συμμετείχαν όλοι σε αυτό το εγχείρημα.
Το Ran εξερευνά σε βάθος έννοιες όπως η προδοσία, η ματαιοδοξία, η πίστη, η συγχώρεση, η εκδίκηση, η απληστία και η μοναξιά. Ο Κουροσάβα καταλαβαίνει πολύ καλά το πρωτότυπο υλικό και το πάει ένα βήμα παραπέρα, δίνοντας μεγαλύτερη υπόσταση σε αρκετούς χαρακτήρες. Όλο το έργο τονίζει εμφατικά πόσο μεγάλη ματαιοπονία είναι το κυνήγι της δύναμης, ειδικά όταν αυτή αποκτάται με δόλιους τρόπους και χωρίς την απαραίτητη σοφία ώστε να τη διαχειριστείς. Ο κάποτε πανίσχυρος άρχοντας καταλήγει προδομένος και βρίσκει την όποια συμπόνοια και πίστη σε ανθρώπους που αποπήρε και πλήγωσε. Οι κενόδοξοι και εγωκεντρικοί γίοι του δολοπλοκούν προσδοκώντας το μεγαλείο, εξυφαίνοντας όμως ασυνείδητα τον χαμό τους. Κανείς δεν ελέγχει τη μοίρα του σε έναν κόσμο τόσο σκληρό και αλλοιωμένο, ούτε ακόμα και αυτοί που έχουν τις καλύτερες προθέσεις. Τελικά η περισσότερη λογική και ουσία βρίσκεται στα λόγια του πιο ασήμαντου κοινωνικά χαρακτήρα, του "ανόητου" γελωτοποίου.
Η ιστορία αποτυπώνεται και οπτικά με τον αρτιότερο τρόπο. Η σχεδόν πάντα στατική κάμερα με τα καταπληκτικά κάδρα και η υπέροχη
χρωματική παλέτα της ταινίας, δημιουργούν, όπως προείπα, την αίσθηση της θέασης αρχαίας τραγωδίας. Η δουλειά που έχει γίνει στον ενδυματολογικό τομέα είναι αξιομνημόνευτη. Το έχω ξαναγράψει άλλωστε, ο Κουροσάβα πάντα γνωρίζει τι θέλει και με ποιό τρόπο να το
επιτύχει. Υπάρχει μια σεκάνς ειδικά κάποια στιγμή στην ταινία, που
αποτελεί ποίηση αποτυπωμένη σε φιλμ. Όποιος την έχει δει ή πρόκειται να
την δει, θα καταλάβει σίγουρα σε τι αναφέρομαι. Προσωπικά δεν μπορώ να βρω κανένα ψεγάδι σε αυτό το κινηματογραφικό έπος. Ακόμα και η διαρκειά του (πάνω απο δυόμιση ώρες), που μπορεί να κουράσει μερικούς, για εμένα δικαιολογείται απόλυτα. Για να αναπτυχθεί σωστά ένα τέτοιο έργο πρέπει να πάρει το χρόνο του. Όποιος δεν έχει την υπομονή ή τη διάθεση να το βιώσει και να "βυθιστεί" σε αυτό, μπορεί να δει κάτι άλλο.
Εδώ μιλάμε για μια απο τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, εδώ γινόμαστε μάρτυρες αυθεντικής τέχνης κατευθείαν απο την "θεϊκή μήτρα". Δεν τίθεται καν ζήτημα αν προτείνεται ή οχι. Το οφείλετε στον εαυτό σας.
Έχοντας δει σχεδόν τα άπαντα του Ντάριο Αρτζέντο, μπορώ να πω, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά εμένα, πως το συγκεκριμένο giallo θριλεράκι είναι ο,τι αρτιότερο έχει να επιδείξει στην φιλμογραφία του. Κάποιοι θα βιάζονταν να αντιπαρατάξουν το Suspiria, που είναι αναμφισβήτητα τo μεγάλο σουξέ του Αρτζέντο, ή και κάποιο άλλο "πόνημα" του συμπαθούς Ιταλού, όμως εγώ τούτο εδώ αναγνωρίζω ως το ζενίθ του καλλιτέχνη.
Αυτό γιατί βασίζεται σε μια αρκετά αξιοπρεπή ιστορία, που στο τέλος δικαιόλογει το σασπένς που έχει μεσολαβήσει
μέχρι τότε και άρει οποιοδήποτε χάωμα με ένα απλό, άλλα ιδιαίτερα
έξυπνο, εύρημα. Σε αντίθεση με το Suspiria π.χ. όπου η ταινία οδηγείται περισσότερο από τις σουρεαλιστικές διαθέσεις του Aρτζέντο και το τέλος, παρ' ότι χαρακτηριστικότατο και εμφατικό, μπορεί ακόμα να σε αφήσει ανικανοποίητο. Το Profondo rosso δεν βάζει τέτοια στοιχήματα, βρίσκει με σιγουριά το στόχο του.
O πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Μάρκους, ένας πιανίστας που γίνεται εξ αποστάσεως μάρτυρας της δολοφονίας ενός μέντιουμ που ζεί στο ίδιο κτήριο με εκείνον. Σπεύδοντας στο διαμέρισμα του μέντιουμ, όπου έγινε το έγκλημα, ο Μάρκους δε βρίσκει τον δολοφόνο, συνειδητοποιεί όμως κατά την διάρκεια της αστυνομικής έρευνας ότι απο το σπίτι λείπει κάποιο αντικείμενο που είδε όταν έφτασε αρχικά εκεί. Αρχίζει να εμπλέκεται λοιπόν και αυτός ενεργά με την όλη υπόθεση, ξεκινώντας τη δική του προσωπική αναζήτηση και βάζοντας βέβαια έτσι σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του.
Η ταινία στην εξελιξή της μας συστήνει σε διάφορους εκκεντρικούς εώς και γκροτέσκ χαρακτήρες που όλοι δημιουργούν ένα αίσθημα καχυποψίας και ανησυχίας. Όπως στα περισσότερα φιλμ του Αρτζέντο όμως, οι χαρακτήρες δεν είναι αυτοί πάνω στους οποίους στηρίζεται η ταινία, άλλα κατα κύριο λόγο τα εργαλεία ώστε να προωθείται η πλοκή. Οι ερμηνείες ως επι το πλείστον βέβαια είναι ικανοποιητικές, αλλά αυτό που ενδιαφέρει τον Ιταλό είναι το κάδρο του και πώς θα δημιουργήσει ένα καμβά ασυνήθιστων και έντονων εικόνων που θα εξυπηρετήσουν την ατμόσφαιρα που θέλει να επιτύχει.
Στα αρκετά μακρινά πλάνα που υπάρχουν, τα σκηνικά συχνά καταδεικνύουν πόσο μικρός είναι συγκριτικά ο πρωταγωνιστής και εντείνουν το αίσθημα της ασημαντότητας και της ανασφάλειας. Απο την άλλη, τα κοντινά που γίνονται στα χέρια του δολοφόνου και τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί, δημιουργούν μια ωραία αντίστιξη. Η κάμερα άλλοτε με περιέργες γωνίες λήψης, άλλοτε ακολουθώντας τη δράση εν κινήσει και παίζοντας συχνά με την προοπτική, συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία μιας ανατριχιαστικής και καθηλωτικής εμπειρίας. Επιστέγασμα όλων των παραπάνω, η μουσική των Goblin που με την αλλόκοσμη ποιοτητά της ντύνει ιδανικά αρκετές σεκάνς.
Η ταινία έχει τα θεματάκια της βέβαια. Υπάρχουν μερικά λογικά κενά και σεναριακά ατοπήματα, αλλά τίποτα τόσο σοβαρό που να είναι ικανό να χαλάσει την απόλαυση του έργου. Επιπλέον παρουσιάζει εννίοτε προβλήματα ρυθμού και γενικά μπορούμε να πούμε ότι "απλώνει" λίγο παραπάνω απο όσο θα έπρεπε, μιας που δεν φροντίζει να ανταμοίβει πάντα ανάλογα τον θεατή. Το τέλος όμως σίγουρα δικαιώνει όσους επιδεικνύουν υπομονή. Γίνονται επίσης κάποιες προσπάθειες κωμικής ανακούφισης που δεν συνάδουν συνήθως με το κλίμα και μοιάζουν περιττές. Γενικά το στυλ του Αρτζέντο είναι ιδιαίτερο και οι μη εξοικειωμένοι μπορεί ακόμα και να το βρουν επιπόλαιο.
Η αλήθεια βέβαια απέχει μακράν απο αυτή τη θεώρηση. Ο Ιταλός είναι ένας σκηνοθέτης που πειραματίστηκε, όσο κανείς ίσως, πάνω στο είδος. Ένας βιρτουόζος του τρόμου, που στην ακμή του παρέδωσε μερικά αξιομνημόνευτα φιλμ στο κοινό. Το "Βαθύ κόκκινο" είναι κατά την αποψή μου η καλύτερη απόδειξη για αυτό.