26/2/16

CHILDREN SHOULDN'T PLAY WITH DEAD THINGS (1972)


Θέλω να είμαι σωστός με το καλημέρα. Για να δεις την ταινία αυτή πρέπει να είσαι ζομπό-φαν και να έχεις αρκετή υπομονή. Γιατί δεν θα δεις ζόμπι παρά στα τελευταία 20 λεπτά. Ωστόσο στο δικό μου βιβλίο είναι μία απο τις καλύτερες ζομποταινίες. Και αυτό διότι υπάρχουν στιγμές που η ατμόσφαιρα που αποπνέει το φιλμάκι αυτό είναι κυριολεκτικά αλλόκοσμη. Πράγμα που δεν το συναντάς συνήθως πλέον.

Στα της υπόθεσης, έχουμε έξι νέους που καταφθάνουν σε ένα ερημωμένο νησί που κάποτε ήταν τόπος αναψυχής, αλλά τώρα χρησιμοποιείται απο την κομητεία σα νεκροταφείο για εγκληματίες και άπορους. Όλοι είναι ηθοποιοί, αλλά ο ένας εξ αυτών (Άλαν) είναι και σκηνοθέτης, ο οποίος έχει προσλάβει τους υπόλοιπους για να πάνε εκεί και να στήσουν ορισμένα, υπέρ το δέον ιερόσυλα, "θεατρικά" δρώμενα. Ο Άλαν περιττό να πω ότι είναι κόπανος ολκής, απο το είδος αυτό που αν έχεις συναναστραφεί έστω και μια φορά στη ζωή σου, το έχεις κάνει μετά ειδική συνομοταξία στο μυαλό σου άπαξ δια παντός.

Εξυπνάκιας, φαντασμένος και αυταρχικός, υποβάλει τους άλλους σε κακόγουστες και τρομακτικές φάρσες, ενώ τους αναγκάζει, συχνά-πυκνά με την απειλή της απόλυσης, να κάνουν χαμαλοδουλειές, να ανοίξουν τάφους και να "παίξουν" με τα πτώματα. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, έχει και ένα βιβλίο με ξόρκια μαζί του, που χρησιμοποιεί κάποια στιγμή για να κάνει επίκληση στον Σατανά ώστε να αναστήσει τους νεκρούς. Βλέπετε προς τα που πάει η δουλειά, έτσι;

Dinner time!
Υπάρχουν διάφοροι τύποι ζόμπο-φαν. Παρ' όλο που μου αρέσουν και άλλα στυλ, βαθιά μέσα μου είμαι old-school τύπος και θέλω το ζόμπι μου αργό, σάπιο και ανίερο. Να με τρομάζει όχι μόνο η όψη του, αλλά και το τι αυτό συμβολίζει. Δηλαδή την επικράτηση του θάνατου και της σήψης πάνω στη ζωή και την ακμή. Τη νίκη του μοιραίου απέναντι στο ευφήμερο. Αυτό το concept είναι που με γοήτευε περισσότερο απο κάθε τι άλλο στον μύθο των ζόμπι, απο μικρό παιδί ακόμα. Για αυτό και γελάω με όσους πιστεύουν ότι οι ζομποταινίες είναι απλά χαζά φιλμ προς κατανάλωση απο ανώριμους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα είναι πρώτα απο όλα στοχασμοί πάνω στον θάνατο. Τον θάνατο που θα μας βρεί όλους μας κάποια στιγμή, αλλά τόσο συχνά κάνουμε σα να μην υπάρχει.

Βέβαια ένας τέτοιος στοχασμός δεν μπορεί να γίνει όταν ένα ζόμπι τρέχει σαν κατοστάρης ή έχει ευφυία, επομένως ταινίες σαν αυτή εδώ είναι που κυρίως ανταποκρίνονται στην ανάγκη μου και τιμούν την παράδοση που δημιούργησε ο Τζωρτζ Ρομέρο με το Night of the living dead, για το οποίο νομοτελειακά θα γράψω κάποια στιγμή. Ίσως αυτό να συμβαίνει και γιατί είναι αρκετά κοντά χρονικά οι δύο ταινίες και δεν είχαν προλάβει ούτε καν να συλληφθούν σαν ιδέες οι μετέπειτα νεωτερισμοί. Όπως και να έχει, μιλάμε για ένα κρυμένο διαμάντι του είδους, ακόμα και αν η σαφής ανυπαρξία μπάτζετ το κάνει πολύ πιο ευάλωτο πλέον στη ματιά του μοντέρνου θεατή. Οι καλές προθέσεις πάντως είναι εκεί και σίγουρα είναι μια δουλειά που έγινε με αγάπη για το είδος.

Χμμ...
Αν λοιπόν κάποιος καταφέρει να παραβλέψει την ανατριχιαστική τοποθεσία, το μακάβριο κλίμα και τον αρκετά πετυχημένο τρόμο για να κάνει κριτική π.χ. για το make-up των ζόμπι (που είναι αξιοπρεπές για την εποχή), τις επιτηδευμένες ερμηνείες (που εγώ τις βρίσκω ταιριαστές) και άλλες τέτοιες αξιολογήσεις, τότε μάλλον δεν έπρεπε να μπεί στον κόπο να δεί το έργο εξ αρχής. Γιατί όταν βλέπεις μια campy ταινία, πρέπει να ξέρεις και τους σχετικούς κανόνες.

Προσοχή, δεν ισχυρίζομαι πως έχουμε να κάνουμε με την τέλεια προσπάθεια. Θα ήθελα και εγώ να υπήρχε μια επίσπευση της παρουσίας των νεκροζώντανων, όπως επίσης μου λείπει και το gore στοιχείο, αλλά πέρα απο αυτά και οποιαδήποτε άλλα επί μέρους ελλατώματα (αρκετές λογικές ασυνέπειες, προχειρότητες κτλ.), το φιλμάκι του Μπομπ Κλαρκ (Black Christmas) είναι αξιολογότατο.
Και αυτό γιατί είναι πάνω απο όλα βέβηλο (γίνονται μέχρι και νεκροφιλικές νύξεις), ατμοσφαιρικό και κατά ένα διεστραμμένο τρόπο διασκεδαστικό μέσα στην ανοσιότητα του! Αν κάποιος διαθέτει μαύρο χιούμορ, σίγουρα θα το εκτιμήσει παραπάνω. Όσοι πιστοί προσέλθετε...

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 6,5/10


24/2/16

BATTLE ROYALE (2000)


Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κόουσουν Τακάμι και αποτελεί το τελευταίο έργο του, μακαρίτη πλέον, Κίντζι Φουκασάκου. Θα μπορούσα πολύ εύκολα να πιστέψω πάντως ότι η πηγή είναι κάποιο manga ή anime, μιας που στην ουσία αυτό βλέπουμε σε όλη τη διάρκεια του έργου. Ενα anime με πραγματικούς ηθοποιούς, σκηνικά και τοποθεσίες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το βιβλίο έγινε και manga στην πορεία. Ή μήπως η υπόθεση δεν μοιάζει αρκετά αφελής και τραβηγμένη σα να βγήκε απο κάτι τέτοιο; Αποφασίστε και μόνοι σας.

Στις αρχές του 21ου αιώνα λοιπόν, η Ιαπωνία μαστίζεται απο οικονομική κρίση και ανεργία, οι νέοι εχουν επαναστατήσει απέναντι στους ενήλικες και εγκαταλείπουν μαζικά το σχολείο. Η κυβέρνηση ως μέσο σωφρονισμού έχει θεσπίσει ένα πρόγραμμα, όπου κάθε χρόνο επιλέγεται μία τάξη του γυμνασίου ώστε να συμμετέχει σε αυτό που ονομάζεται Battle Royale και ουσιαστικά είναι ένας διαγωνισμός αλληλοεξόντωσης των μαθητών μέχρι να μείνει ένας μόνο επιζών. Τώρα πως με αυτόν τον τρόπο περίμενε η Ιαπωνική κυβέρνηση να σωφρονιστούν οι νέοι και όχι, με το φόβο και μόνο ότι μπορεί να επιλεχθεί η τάξη τους, να μη φύγουν και αυτοί που είχαν μείνει στα σχολεία, αποτελεί μια προσωπική απορία. Για αυτό τον λόγο επιλέγω να το αντιμετωπίσω ως απόδοση κάποιου manga, και όχι μυθιστόρηματος, το φιλμ.

Νoobs always go first...
Φαντάζομαι βέβαια πως ο συγγραφέας ήθελε να κάνει κοινωνικό σχόλιο και να δείξει το χάος και τον παραλογισμό των μοντέρνων κοινωνιών. Πόσο έντονο είναι το φαινόμενο της αποξένωσης ώστε να καταλήγουμε πάντα στις πιο παράλογες και καταστροφικές λύσεις. Δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα και δεν μπορώ να έχω άποψη, αλλά στο μυαλό μου μία τέτοια ερμηνεία έχει μία κάποια βάση. Οπότε αν και "too much", πάσο αν όντως αυτό είναι το μήνυμα.

Όπως πιθανότατα καταλάβατε, το έργο μας δείχνει επί της ουσίας πως εξελίσσεται ένα τέτοιο battle royale και το γενικότερο υπόβαθρο αυτού. Κύριος πρωταγωνιστής είναι ένας μαθητής, o Σούγια, ο οποίος προσπαθεί να ξεπεράσει ψυχολογικά την αυτοκτονία του πατέρα του. Επίσης, βασικό πρόσωπο στην ιστορία αποτελεί ένας πρώην καθηγητής της τάξης, που τον παίζει η πιο χαρακτηριστική μορφή του νεότερου Ιαπωνικού σινεμά, ο Τακέσι Κιτάνο (ναι, αυτός που έπαιζε το κάστρο του ο ΣΚΑΪ). Η ταινία, όπως ήδη εξέθεσα, έχει κάποια λογικά κενά και επίσης κάποια στοιχεία που δεν τα εκμεταλεύεται στο έπακρο. Π.χ. δεν βλέπουμε ποτέ να πεθαίνει κάποιος που δεν πρόλαβε να φύγει έγκαιρα μέσα απο μια επικίνδυνη ζώνη. Πέραν αυτών όμως, ξεχειλίζει απο στυλ και σκηνοθετική ψυχή. Ένα άξιο κύκνειο άσμα για τον Φουκασάκου.

H περσινή νικήτρια όλο χαρά!
Βίαιη, κυνική και αιματοβαμμένη, ξέρει να χρησιμοποιεί την υπερβολή της προς οφελός της, δεν καπελώνεται απο αυτήν ώστε να καταλήξει καρικατούρα. Η anime-like δράση της και η σκοτεινή αισθητική της, μαγνητίζουν τον θεατή και τον καθηλώνουν. Απο το καλημέρα της εισαγωγής, που έχει μουσική υπόκρουση το "Dies Irae" απο το Requiem του Βέρντι, όλες οι τρίχες του κορμιού έχουν ήδη σηκωθεί. Δεν έχει σημασία αν δεν υπάρχει κάποια τρομερή υπόθεση ή πλοκή. Δεν τα χρειάζεται. Το φιλμ αυτό είναι εμπειρία απο μόνο του. Για εμένα, ένα σπουδαίο έργο μοντέρνας τέχνης.

Επιπλέον, περνάει και κάποια μηνυματάκια για όσους θέλουν να τα δουν. Όπως ότι πάντα, ακόμα και στις πιο δύκολες και ακραίες συνθήκες, κάποιος μπορεί να κάνει την επιλογή να μείνει άνθρωπος και όχι να αποκτηνωθεί. Ή πως πρέπει να λες και κάνεις τα πράγματα που έχεις μέσα σου, πριν να είναι αργά. Watch or die. Πιο απλά δεν γίνεται.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 8,5/10

22/2/16

THE WARRIORS (1979)


Mία από τις πλέον έντονες παιδικές μου αναμνήσεις ήταν η πρώτη φορά που είδα το "Τhe Warriors" στο, κλειστό εδώ και χρόνια πλέον, κανάλι του Seven X. Aπο την εναρκτήρια υπνωτιστική σεκάνς με τον τροχό του λούνα παρκ, την έλευση του τρένου στον σταθμό και τον τίτλο της ταινίας που έσκασε στην οθόνη με μεγάλα κόκκινα γράμματα ήξερα ότι αυτή η ταινία θα μου μιλούσε.

Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε τους πρωταγωνιστές μας, την συμμορία των Warriors απο το Κόνι Άιλαντ, να μπαίνουν στο τρένο ώστε να πάνε στο σημείο που είχε υποδείξει να συναντηθούν όλες οι συμμορίες της Νέας Υόρκης ο Σάιρους, ο χαρισματικός αρχηγός της πιο ισχυρής συμμορίας της πόλης (Gramercy Riffs). Ακολουθεί άλλη μια σεκάνς, όπου βλέπουμε πλήθος συμμοριών, κάθεμια με τα δικά της διακριτικά, να χρησιμοποιεί τον ηλεκτρικό για να καταλήξει στη συνάντηση. Εκεί πέρα ο Σάιρους μόλις έχει τελειώσει τον λόγο του με σκοπό να ενώσει όλες τις συμμορίες, όταν ο Λούθερ, αρχηγός των Rogues, πυροβολεί και σκοτώνει τον Σάιρους χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος.

Στη συνέχεια, και μέσα στην γενική αναμπουμπούλα που δημιουργείται, κατηγορεί των αρχηγό των Warriors ως τον δολοφόνο, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα το άγριο ξυλοφόρτωμα του απο τους Riffs. Oι υπόλοιποι Warriors, που έχουν απομακρυνθεί απο το σημείο, προσπαθούν να γυρίσουν πίσω στη βάση τους, χωρίς να ξέρουν αρχικά ότι κάθε συμμορία της Νέας Υόρκης ψάχνει να τους βρεί και να τους τιμωρήσει παραδειγματικά. Και εκεί ουσιαστικά αρχίζει το ζουμί, αφού στο υπόλοιπο της ταινίας βλέπουμε τα διάφορα "συναπαντήματα" που έχουν οι ήρωες μας, όπως και τις διαφορετικές επιλογές που κάνουν στην πορεία και τα αποτελέσματα αυτών.

"Waaaarriors come out to plaaaaaaaayyyyyy"
Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Σολ Γιούρικ που εμπνεύστηκε απο την "Κύρου Ανάβασις" του Ξενοφώντα (εξ' ου και πολλά αρχαία ονόματα στην ταινία), το φιλμάκι αυτό, παρ' όλο που αρχικά θεωρήθηκε σκουπίδι απο πολλούς, άντεξε τη δοκιμασία του χρόνου και απέκτησε φανατικούς ακόλουθους. Έντονα στυλιζαρισμένο, με παράξενους και τραχείς χαρακτήρες που κινούνται μέσα στην παρακμή του αστικού τοπίου, διαλόγους που συχνά φαίνονται ψεύτικοι, καθώς και υπερβολικές ερμηνείες και καταστάσεις που ισορροπούν επικίνδυνα μεταξύ του καρτούν και του κιτς. Και όμως, όλα τα παραπάνω τελικά δικαιώνονται. Διότι αυτό το στυλιζάρισμα του Γουόλτερ Χιλ, που γίνεται με ιδανικό τρόπο, ενώνει όλα τα επι μέρους στοιχεία και τα κάνει ένα άκρως ελκυστικό σύνολο.

Μιλάμε για μια ταινία με χαρακτήρα, που ξέρει τι είναι και δεν προσποιείται ποτέ κάτι πιο σοβαρό ή μεγάλο. Πιστή στον τόνο και την ατμόσφαιρα που θέτει εξ αρχής, γνωρίζει σε τι κοινό απευθύνεται και δεν το απογοητεύει. Ένα must see για τους κυνηγούς cult θησαυρών.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 7,5/10

21/2/16

YOJIMBO (1961)


Ένα γίνεται ξεκάθαρα αντιληπτό βλέποντας αυτό το φιλμ. Ο Κουροσάβα ήξερε να αφηγείται μια ιστορία. Μια αντρική ταινία θα έλεγα εγώ, αφού επί της ουσίας μιλάμε για ένα ανατολίτικο western (σχήμα οξύμωρο, ξέρω). Και δεν είναι τυχαίο που ο Σέρτζιο Λεόνε τρία χρόνια αργότερα έκανε ουσιαστικά μια ακριβή αντιγραφή της ταινίας, μεταφεροντάς την στην άγρια δύση (Α fistful of dollars).

Ο Τοσίρο Μιφούνε, ένας εξαιρετικός ηθοποιός που συνέδεσε άρρηκτα το ονομά του με τον Κουροσάβα, είναι στην ιστορία μας ένας ρονίν (Σαντζούρο) ο οποίος ψάχνει να βρεί κάποιο αφεντικό ώστε να βγάλει τα προς το ζειν. Για όσους δε γνωρίζουν, ρονίν είναι ο σαμουράι ο οποίος δεν έχει αφέντη. O δρόμος του Σαντζούρο λοιπόν τον βγάζει σε μια πόλη που μαστίζεται απο δύο αντίπαλες συμμορίες.

Εκεί πέρα ο ηρωάς μας, μέσα σε ένα αρκετά απειλητικό περιβάλλον απο όλες τις πλευρές, προσπαθεί με διάφορα τεχνάσματα να χειραγωγήσει τους επικεφαλής και των δύο συμμοριών, με απώτερο σκοπό να τις αφανίσει και να ξαναφέρει την ηρεμία στην πόλη. Η προσπάθεια αυτή βέβαια, δεν εκδηλώνεται χωρίς εμπόδια και αναποδιές, αλλά αυτό είναι κάτι προς θέαση και όχι προς σχολιασμό.

Το φιλμ είναι ένα δείγμα της βιρτουοζιτέ του μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη. Κάθε σκηνή έχει κάποιο στοιχείο να δώσει, τίποτα δεν είναι περιττό και ποτέ δεν γίνεται κάποια κοιλιά. Δείγμα σκηνοθέτη που ξέρει τι θέλει. Και συν τοις άλλοις ο Κουροσάβα ήξερε και πως να το πάρει. Η ταινία ακόμα και 55 χρόνια αργότερα είναι τόσο ζωντανή όπως τότε. Υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι βλέπω ένα άριστα εκτελεσμένο θεατρικό που εξελίσσεται τώρα, αυτή τη στιγμή, μπροστά μου και όχι ένα έργο που κουβαλάει πάνω απο μισό αιώνα στις πλάτες του. Και αυτό είναι κάτι που μόνο ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης μπορεί να πετύχει. Διαχρονικότητα. Τεράστια υπόθεση.

Όσον αφορά τον Τοσίρο Μιφούνε, μας χαρίζει έναν απο τους πιο cool ηρωές στην ιστορία του σινεμά, ενώ και όλο το υπόλοιπο καστ έχει καταλάβει τους χαρακτήρες του και το σύμπαν στο οποίο αυτοί κινούνται.

Όπως έγραψα και στην αρχή, πρόκειται για μία εμπειρία άρτιας αφήγησης μίας ενδιαφέρουσας ιστορίας. Μίας ιστορίας με αρκετά στοιχεία δράσης, αλλά και κωμωδίας εννίοτε.  Προσεγγίστε την ταινία με την απαραίτητη αφοσίωση και εκείνη θα σας ανταμοίψει. Κλασική.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 8/10

17/2/16

BRAINDEAD a.k.a DEAD ALIVE (1992)


Tι να πει κανείς για αυτό το cult διαμάντι; Μακράν της δεύτερης η καλύτερη ταινία του Πήτερ Τζάκσον (τι "άρχοντες" και ιστορίες τώρα :P). Ένα φιλμάκι που ξεπερνάει τα στενά όρια του είδους και απευθύνεται στους πάντες, μιας που άνετα βλέπεται και σαν κωμωδία. Μία κωμωδία με... ζόμπι.

H αγάπη της μάνας δε γνωρίζει όρια!
Ο πρωταγωνιστής (Λάιονελ) αν και πλήρως ανεπτυγμένος άντρας παραμένει ακόμα το αγοράκι της μαμάς (Βέρα). Μίας μαμάς που κάνει ό,τι μπορεί για να τον έχει υπο τον ελεγχό της. Και είναι ξεκάθαρο σε όλη την ταινία ότι ο Τζάκσον θέλει να καυτηριάσει εντονά, έστω και μέσα απο ένα εντελώς καρικατουρίστικο καστ χαρακτήρων, τις ακραίες σχέσεις εξάρτησης των γιών απο τις μητέρες, καθώς και όλες τις χειριστικές συμπεριφορές που εκδηλώνονται σε αυτές. Φαινόμενο πολύ συνηθισμένο παντού, αλλα ειδικά εδώ στη χώρα μας του δίνουμε και καταλαβαίνει!

Όταν ο Λάιονελ λοιπόν αναπτύσει ένα ειδύλλιο με την κόρη ενός μαγαζάτορα, η σούπερ-καταπιεστική μητέρα του ψυλλιάζεται ότι κάτι τρέχει και τον ακολουθεί σε ένα μυστικό ραντεβουδάκι στο ζωολογικό κήπο. Για κακή της τύχη, εκεί την δαγκώνει μία εξωτική μαϊμού-αρουραίος απο τη Σουμάτρα, για την οποία μαθαίνουμε πως κατέληξε εκεί στην εισαγωγή της ταινίας. Απο εκείνη τη στιγμή η Βέρα μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε ζόμπι, με τον Λάιονελ να προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να το κρατήσει μυστικό, πράγμα που γίνεται η αιτία για ένα ντόμινο αιματηρών και συνάμα ευτράπελων καταστάσεων.

ΤΣΑ!
Η ταινιά είναι γεμάτη επικά σκηνικά, όπως έναν ιερέα που "κλωτσάει ζόμπι-κώλους για τον Κύριο", δυό ζόμπι που φασώνονται αγρίως, το κυνήγι ενός μωρού-ζόμπι στο πάρκο απο τον Λάιονελ (μακράν η πιο random σκήνη της ταινίας) και βέβαια ένα λουτρό αίματος και ξεπαστρέματος ζόμπι με διάφορους απίθανους τρόπους, ακόμα και με τη βοήθεια μίας μηχανής του γκαζόν. Έχουμε να κάνουμε εύκολα με ένα απο τα πιο gory φιλμ όλων των εποχών.

Εν ολίγοις μιλάμε για τον ορισμό της αγνής, in-your-face, διασκέδασης και παρά μερικά προβληματάκια ρυθμού και ένα κάπως τσαπατσούλικο τέλος, συνιστάται χωρίς δεύτερη σκέψη. Αν κάποιος είναι φαν των ζομποταινιών δε, πιθανότα την έχει δει ήδη διψήφιο αριθμο φορών, oπότε δε χρειάζεται καμία προτροπή. Total cult.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 7/10