19/7/17

CLERKS (1994)


Σε αυτή τη ζωή, με τον τρόπο ειδικά που είναι δομημένη κοινωνικά, υπάρχουν κάποιες σκληρές αλήθειες με τις οποίες όλοι ερχόμαστε αργά ή γρήγορα αντιμέτωποι. Ή σχεδόν όλοι τέλος πάντων, γιατί πάντα υπάρχουν και κάποιοι προνομιούχοι. Η παρθενική ταινία του ταλαντούχου Κέβιν Σμιθ είναι ουσιαστικά ένα δοκίμιο πάνω σε κάποιες απο αυτές τις αλήθειες.

Παρακολουθούμε μια μέρα απο τη ζωή ενός 22χρονου υπαλλήλου μίνι μάρκετ, του Ντάντε (Μπράιαν Ο' Χάλοραν) και του συνομηλικού του Ράνταλ (Τζεφ Αντερσόν), επίσης υπαλλήλου στο διπλανό συνοικιακό video club. Το αφεντικό του Ντάντε τον "χώνει" στο ρεπό του και η συνέχεια απλά δικαιώνει το ρητό "η καλή μέρα απο το πρωί φαίνεται"! Αυτό που ακολουθεί είναι επι της ουσίας μια σειρά απο μικρά σκετσάκια που δίνουν μια καλή εικόνα του πως έχει κυλήσει μέχρι τώρα ο βίος του Ντάντε, άλλα κυρίως κάνουν εμφανές το πλαίσιο στο οποίο κινείται η καθημερινότητα του. Ενοχλητικοί και άξεστοι πελάτες, καμένα άτομα που κάνουν διακίνηση ναρκωτικών έξω απο το μαγαζί (και κλέβουν και το κάτιτης τους), μια καυτή πρώην που στοιχειώνει ακόμα τη ζωή του, μια γλυκούλα νυν (με την οποία έχει βολευτεί) που προσπαθεί να τον κάνει να επιστρέψει στο σχολείο και βέβαια ο Ράνταλ, το alter ego του. Ο άνθρωπος που τον βασανίζει, κυρίως υπενθυμίζοντας τις ανεπάρκειες του, άλλα ταυτόχρονα τον νοιάζεται όσο κανείς.

To κύριο χαρακτηριστικό του φιλμ είναι το μαύρο χιούμορ και οι επιτηδευμένοι διάλογοι (αρκετές φορές στα όρια της καφρίλας), που εννίοτε εκμπέμπουν και έναν ερασιτεχνισμό. Αυτό δεν είναι κακό όμως, αφού παραμένουν αστείοι και έξυπνοι (με αναφορές και στην ποπ κουλτούρα, άλλα κατά κύριο λόγο σε σκέψεις και πτυχές της καθημερινότητας ανθρώπων που δεν ξέρουν τι θέλουν και που πηγαίνουν) και υπηρετούν την ταινία ιδανικά, προσθέτωντας φρεσκάδα και δημιουργώντας μια ωραία αντιδιαστολή σε σχέση με το γενικό μουντό και ρουτινιάρικο υπόβαθρο της ζωής του Ντάντε. Ένα υπόβαθρο που η ασπρόμαυρη εικόνα του φιλμ βοηθάει ακόμα περισσότερο να γίνει εμφανές.

Οποιοσδήποτε νιώθει ή ένιωσε ποτέ στη ζωή του αδιεξοδικά και εγκλωβισμένος σε καταστάσεις που τον φθείρουν και τον εμποδίζουν να αναπτυχθεί και να βρει τον εαυτό του, θα ταυτιστεί αρκετά με τους βασικούς χαρακτήρες του έργου. Στην πραγματικότητα θα έλεγε κανείς πως η ταινία είναι ένα μήνυμα προς όλους τους ανθρώπους που νιώθουν μια έλλειψη νοήματος στα πάντα. Κάτι σαν ένα "δεν είσαι μόνος σου, υπάρχουν χιλιάδες σαν εσένα εκεί έξω". Και βέβαια σε πιο ειδικές γραμμές είναι ένας ύμνος στη ζωή των απανταχού υπαλλήλων διαφόρων καταστημάτων που "σαπίζουν" σε επαναλαμβανομενές και βαρετές δουλειές.

Πολλοί ίσως να απογοητευτούν απο τις ερασιτεχνικού τύπου ερμηνείες και το σχετικά επιπόλαιο σενάριο ή ακόμα και απο τη μέτρια σκηνοθεσία, αλλά όπως προείπα δε νομίζω ότι η ουσία της ταινίας βρίσκεται εκεί. Σίγουρα το σενάριο θα μπορούσε να έχει πιο πολύ βάθος και οι ερμηνείες περισσότερη υπόσταση, αλλά τότε θα μιλάγαμε για μια κανονική ταινία και όχι το ultra low-badget, γυρισμένο με τη συμβολή φίλων και γνωστών cult ταινιάκι του Σμιθ. Το οποίο, με όλα τα φανερά ελλατώματα του, βγάζει χαρακτήρα και ζωντάνια. Κάτι που πολλές υπερπαραγωγές ή σοβαροφανή έργα δεν μπορούν να ισχυριστούν πειστικά. Και για να μην αδικήσω εντελώς τους ηθοποιούς, ο Τζεφ Άντερσον υποδύεται έναν εκπληκτικό Ράνταλ, έναν χαρακτήρα απο αυτούς που μένουν ανεξίτηλα χαραγμένοι στη μνήμη των cult fans, ενώ και οι υπόλοιποι διεκπεραιώνουν αρκετά ικανοποιητικά (με τις όποιες υποκριτικές αδυναμίες τους).

Τελικό συμπέρασμα; Η ταινία αξίζει το χρόνο όσων έχουν διάθεση να την παρακολουθήσουν με ανοιχτό μυαλό και να καταλάβουν ποιός είναι ο σκοπός της. Δεν είναι το αριστούργημα, αλλά είναι ένα αξιόλογο (και κλασικό πλέον) cult φιλμάκι.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 7,5/10



                                         
                                                   Lisa Spoonauer (1972-2017)

16/3/17

MARTYRS (2008)


Το Martyrs είναι ένα φιλμ που μετά την πρώτη θέαση αρχίζει και χάνει σε δύναμη. Όχι γιατί ανακαλύπτεις ελλατώματα, ίσα-ίσα που το εκτιμάς ακόμα περισσότερο όσο απορροφάς πράγματα που μπορεί αρχικά να σου είχαν διαφύγει, αλλά γιατί είναι απο εκείνες τις ταινίες που το shock value τους είναι τρομερά υψηλό. Για αυτό και τα συναισθήματα που νιώθεις την πρώτη φορά που θα τη δεις σε στοιχειώνουν για καιρό. Προσωπικά θυμάμαι μια έντονη αίσθηση αποστροφής σε συγκεκριμένες σκηνές, καθώς και ένα βαθύ αίσθημα απόλυτης ματαιότητας και απόγνωσης με το πέρας της.

Η Λούσι (Μιλέν Ζαμπανόι) είναι ένα κορίτσι που κατάφερε να αποδράσει απο τα χέρια των βασανιστών της. Στην αρχή του έργου βλέπουμε ένα σύντομο μοντάζ της ζωής της στο ίδρυμα που κατέληξε μετά την περιπέτεια της και διαπιστώνουμε πως μοναδική της φίλη είναι ένα ακόμα εγκλειστό κοριτσάκι, η Άννα (Μοριάνα Αλαούι). Η ταινία στη συνέχεια κάνει μια μετάβασh 15 ετών μπροστά, εκεί όπου μια φαινομενικά καθημερινή οικογένεια γίνεται στόχος της (ενήλικης πλέον) Λούσι, μιας που θεωρεί πως οι δύο γονείς ήταν οι υπαίτιοι για τα δεινά της.

Απο αυτό το σημείο και ύστερα ξεκινάει ουσιαστικά το φιλμ, που καταφέρνει εξαιρετικά να συνδυάσει το gore (το σοβαρό, όχι το technicolor), τον τρόμο (που όμως στην πορεία έχει την εξηγησή του, άρα πείθει) και το torture cinema. Το τελευταίο ειδικά γίνεται με τέτοιο τρόπο που σε ξαφνιάζει, κλονίζει την πίστη σου στην ανθρωπότητα και σε αφήνει να μετράς τα κομάτια σου. Όπως και στο gore μέρος όμως, έτσι και εδώ ο σκηνοθέτης (Πασκάλ Λογκιέρ) είναι αρκετά ικανός ώστε να μην πέσει στην παγίδα της ακατάσχετης ή μη ρεαλιστικής βίας, που έχει οδηγήσει πολλές ταινίες στην ατραπό της διαστροφικής εξιδανίκευσης όλων αυτών των καταστάσεων και στην αναισθητοποίηση απέναντι στην κτηνωδία.

Αντίθετα, αποκαλύπτει με ωμό τρόπο τη θλιβερή πραγματικότητα της ανθρώπινης βαναυσότητας και με υπολογισμένες κινήσεις καταφέρνει συντριπτικά χτυπήματα στον ψυχισμό του θεατή. Ευτυχώς, παρά την ψυχρή αυτή προσέγγιση η ταινία δεν είναι ένα προσχηματικό κατασκέυασμα με μοναδικό σκοπό να σοκάρει και να περάσει απλά το μήνυμα της. Οι χαρακτήρες είναι ρεαλιστικοί, τα βιώματα τους είναι αληθινά, τα κινητρά τους το ίδιο. Αυτό βεβαίως οφείλεται στις καταπληκτικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, άλλα και στο άρτιο (με κάνα-δύο λογικά κενά) σενάριο, το οποίο υπογράφει πάλι ο Λογκιέρ. Αποτέλεσμα αυτού, το φιλμ να αποτελεί μια ολοκληρωμένη μεταφορά του οράματος του Γάλλου στην οθόνη, με στιβαρή και όμορφη σκηνοθεσία, αρκετές νύξεις στο υποσυνείδητο και απόλυτο καλλιτεχνικό έλεγχο σε λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά.

Το έργο έχει πολλή ψυχή μέσα του, μόνο που είναι κατάμαυρη, όπως και η ιστορία που ξεδιπλώνεται σε αυτό. Μια σκληρή ταινία που σχεδόν σε όλα παίρνει άριστα, απο το σενάριο μέχρι το make-up. Παρόλα αυτά νιώθω ότι κάτι της λείπει για να αγγίξει το τέλειο. Ίσως να ήθελα λίγο παραπάνω χρόνο για ανάπτυξη χαρακτήρων, δεν μπορώ να το εντοπίσω με βεβαιότητα. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι την προτείνω ανεπιφύλακτα, πάντα όμως με την προϋπόθεση πως διαθέτετε γερό στομάχι.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 9/10