Έχοντας ήδη κάνει ποστ για δύο ταινίες του τεράστιου Ακίρα Κουροσάβα, θεώρησα πως ήρθε η στιγμή να τιμήσω και έναν άλλο μεγάλο Ιάπωνα σκηνοθέτη, τον Μασάκι Κομπαγιάσι. Έναν δημιουργό που σίγουρα δεν άφησε πίσω του την κληρονομιά του πρώτου, άλλα μας πρόσφερε μερικές σπουδαίες ταινίες, όπως την 9ώρη αντιπολεμική τριλογία Ningen no jôken (a.k.a Human Condition), το Jôi-uchi: Hairyô tsuma shimatsu (a.k.a Samurai Rebellion), το μεταφυσικό Kwaidan και φυσικά το Harakiri. Το κορυφαίο του έργο και ένα απο τα σημαντικότερα στην ιστορία του σινεμά κατά την ταπεινή μου άποψη.
Το φιλμ εξελίσσεται κατά την περίοδο της ειρήνης που ακολούθησε τους πολέμους και τις διενέξεις μεταξύ των διάφορων αρχόντων της φεουδαρχικής Ιαπωνίας. Η κεντρική εξουσιά, το σογκουνάτο, καταργεί αρκετές απο τις υφιστάμενες φατρίες και αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλοί σαμουράι να μένουν χωρίς αφέντη και επομένως χωρίς τρόπο βιοπορισμού.
Ορισμένοι εξ αυτών, θέλοντας να γλιτώσουν την ατίμωση της επαιτείας ή γενικότερα μιας ζωής χωρίς τιμή (όπως αυτοί τουλάχιστον την αντιλαμβάνονται έτσι), παρουσιάζονται στις πύλες των εναπομείναντων φατρίων και ζητούν να τους δωθεί χώρος ώστε να τελέσουν σεπούκου (γνωστότερο και ως χαρακίρι). Δηλαδή να αφαιρέσουν την ίδια τους τη ζωή βάσει του παραδοσιακού κώδικα τιμής των σαμουράι, του bushido. Οι περισσότερες φατρίες όμως αρνούνται να κάνουν αποδεκτό κάτι τέτοιο και συνήθως τους προσφέρουν κάποια χρήματα και τους διώχνουν μακριά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τους παίρνουν ακόμα και υπο τη σκέπη τους. Παρατηρείται λοιπόν το φαινόμενο ένα μεγάλο ποσοστό απο αυτούς τους πεινασμένους και απελπισμένους ρόνιν να ζητούν προσχηματικά να κάνουν χαρακίρι, με απώτερο σκοπό να έχουν κάποιο όφελος απο όλο αυτό. Πράγμα που θεωρείται απο όσους είναι αυστηρά προσκολλημένοι στον κώδικα τιμής, τεράστια προσβολή και ευτελισμός του bushido.
Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, ο Τσουγκούμο Χανσίρο, είναι ένας ακόμα πρώην σαμουράι που εμφανίζεται κάποια στιγμή στη βάση του οίκου Ίγι και εκφράζει την επιθυμία να τελέσει χαρακίρι. Ο ανώτερος σύμβουλος της φατρίας, προσπαθώντας να τον αποτρέψει απο αυτή την απόφαση, του διηγείται την ιστορία κάποιου άλλου ρονίν που πέρασε απο εκεί πριν κάτι μήνες έχοντας το ίδιο αίτημα. Το όνομα του ήταν Τσιτζίγουα Μοτόμε και ανήκε κιόλας στην ίδια, διαλύμενη πλέον, φατρία που υπηρετούσε και ο Χανσίρο. Ο Μοτόμε σύμφωνα με τον σύμβουλο δεν είχε πραγματική πρόθεση να αυτοκτονήσει, άλλα αηδιασμένοι από την ατιμωτική του συμπεριφορά, αντί να του δώσουν κάποια βοήθεια, η οποία θα έφερνε ντροπή στον οίκο και πλήθος ακόμα επιτήδειων στις πύλες τους, αποφάσισαν να τον πιέσουν να πάει μέχρι τέλους.
Σε ένα βασανιστικό τελετουργικό, ο Μοτόμε αναγκάστηκε να ξεκοιλιάσει τον εαυτό του χρησιμοποιώντας ένα ξίφος που η λεπίδα του ήταν φτιαγμένη απο μπαμπού (άρα καθόλου κοφτερή), παρατείνοντας έτσι τo μαρτύριο του ακόμα περισσότερο από όσο ήταν απαραίτητο.
Ο Χανσίρο παρά την ιστορία του συμβούλου παραμένει αμετακίνητος στο αιτημά του. Όλα είναι πλέον έτοιμα για το χαρακίρι. Ή σχεδόν όλα, αφού όταν ο Χανσίρο ζητάει κατά σείρα τρείς απο τους πιο σπουδαίους σαμουράι των Ίγι να είναι οι βοηθοί του στην τελετή, αποδεικνύεται πως όλοι απουσιάζουν εντελώς απροσδόκητα. Ο σύμβουλος στέλνει ανθρώπους να δούνε τι έχει συμβεί και στο μεσοδιάστημα ο Χανσίρο αποφασίζει να διηγηθεί και εκείνος μια ιστορία με τη σειρά του. Αυτό που ακολουθεί είναι το ξεδίπλωμα ενός δράματος, μιας που όπως αποδεικνύεται ο Χανσίρο και ο Μοτόμε σχετίζονταν, όντας δεμένοι μάλιστα και με οικογενειακούς δεσμούς.
Το έργο είναι ένας σκηνοθετικός θρίαμβος. Ο Κομπαγιάσι αγγίζει την τελειότητα με τα υπέροχα κάδρα και πλάνα του, δημιουργώντας αξεπέραστες εικόνες και ένα κλίμα του οποίου την ένταση νιώθεις στο πετσί σου. Οι μακρείς, άδειοι και σιωπηλοί διάδρομοι της βάσης των Ίγι αντικατοπτρίζουν ιδανικά το βάρος της παράδοσης και τον μονόδρομο της κοινωνικής απαίτησης. Ίσως και την κενότητα όλων αυτών. Όποιος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα πρότυπα τιμής και ανδρισμού που επιβάλει ο κώδικας θεωρείται μίασμα και απαξιώνεται. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Mήπως τα παραπάνω σε τελική ανάλυση είναι μόνο ένα προσωπείο με λίγη εώς και καθόλου ουσία; Μια ταύτιση που ακόμα και εκείνοι που την υποστηρίζουν με θέρμη στα λόγια, αδυνατούν να την υποστηρίξουν στην πράξη; Η απάντηση έρχεται μέσα απο τα λόγια του Χανσίρο, άλλα και τις πράξεις του Μοτόμε που φαινομενικά είναι ο πιο αδύναμος και "θηλυκός" αντρικός χαρακτήρας της ταινίας. Όποιος εμμένει σε σύμβολα και αντικείμενα δεν μπορεί να κάνει ούτε το ελάχιστο καλό, ακόμα και στους πιο αγαπημένους του ανθρώπους. Αντίθετα, εκείνος που έχει μόνο αγάπη μέσα του φτάνει μέχρι και στην κόλαση για αυτούς. Μια κόλαση που δυστυχώς δεν δημιούργησε κανένας θεός ή διάολος, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος.
Ερμηνευτικά, ο Τατσούγια Νακαντάι (Χανσίρο), όπως στο Ραν έτσι και εδώ, είναι καταπληκτικός. Η αποδοσή του στο Ραν βέβαια είναι κάτι το εξωπραγματικό, άλλα και εδώ κάθε βλέμμα, κάθε κουβέντα, κάθε αντιδραση του είναι τόσο αληθινά που φορές μοιάζουν αβάσταχτα. Ένας εξαιρετικός ηθοποιός που αξίζει να κυνηγήσει κανείς τη φιλμογραφία του. Αυτός και ο, πολύ διασημότερος του, Τοσίρο Μιφούνε είναι πιθανότατα οι δύο πιο σπουδαίοι Ιάπωνες ηθοποιοί του 20ου αιώνα. Το υπόλοιπο καστ στέκεται επίσης στο ύψος των περιστάσεων, τιμώντας το όραμα του σκηνοθέτη και το πνεύμα της ταινίας.
Η μουσική, όσες φορές χρησιμοποιείται, αλλόκοσμη και τραγική στοιχειώνει την ατμόσφαιρα και εντείνει το αίσθημα της αγωνίας και της ματαιότητας συνάμα. Για άλλη μια φορά οι Ιάπωνες φαντάζουν τόσο κοντά στην αρχαία ελληνική τραγωδία, που δεν μπορείς πάρα να πιστέψεις ότι υπάρχει κάποια κρυφή σύνδεση. Ειλικρινά δεν μπορώ να βρώ κάποιο πραγματικό μειονέκτημα στο φιλμ αυτό. Ίσως μόνο το γεγονός ότι κάποιες μονομαχίες δεν αποδίδονται με τόσο ιδανικό, κατά την άποψη μου, τρόπο ή και παραλείπονται ακόμα. Όμως δεν είναι αυτό η ουσία του έργου και σίγουρα δεν πρόκειται κανείς να εστιάσει εκεί μετά την παρακολούθηση αυτού του αριστουργήματος.
Πρόκειται για μια ιδιοφυή δημιουργία που προκαλεί την κατεστημένη ηθική, στοχάζεται πάνω στη θέση του ανθρώπου στην κοινωνία, καθώς και της κοινωνίας στην ιστορία και την παράδοση. Την προτείνω ανεπιφύλακτα. Ακατάλληλη μόνο για θεατές αποκλειστικά εύπεπτων ταινιών, ανυπόμονους και όσους δεν μπορούν να δουν πέρα απο τη μύτη τους.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 9,5/10
Yγ. Η ταινία έχει και remake (Ichimei του 2011) απο τον Τακάσι Μίικε, το οποίο δεν έχω δει, αλλά αμφιβάλλω ότι μπορεί να φτάσει το πρωτότυπο. Έχει μπει στην playlist παρόλα αυτά.