Ο Ντάλτον Τράμπο, όπως κάποιοι ίσως μάθανε και απο την πρόσφατη βιογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Μπράιαν Κράνστον, δεν είναι ένας τυχαίος συγγραφέας/σεναριογράφος. Είναι ένας απο τους 10 σεναριογράφους και σκηνοθέτες που μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αρνήθηκαν να καταθέσουν ενώπιον του Αμερικάνικου Κογκρέσου και να δώσουν εξηγήσεις για το υποτιθέμενο φιλοκομμουνιστικό έργο τους. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα φυλάκιση, καθώς και μακροχρόνια καλλιτεχνική απομόνωση. Επομένως σεβασμός στον άνθρωπο όπως και να έχει. Εν προκειμένω, στην συγκεκριμένη ταινία που αποτελεί την κινηματογραφική απόδοση του ομώνυμου του βιβλίου, εκτελεί και χρέη σκηνοθέτη. Επομένως απο αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε ότι αυτό που βλέπουμε στην οθόνη είναι λογικά ο,τι πιο κοντινό στο αυθεντικό όραμα του συγγραφέα. Αν δεν μπορεί να το πετύχει ο ίδιος που το έγραψε, τότε ποιός;
O Tζο Μπόναμ (Τίμοθι Μπότομς) είναι ένας, κάτι παραπάνω απο άτυχος, στρατιώτης που εξαιτίας μια οβίδας έχασε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο όλα του άκρα, καθώς και σχεδόν όλο το πρόσωπο του (μάτια, αυτιά, σαγόνι, δόντια και γλώσσα). Ο στρατιωτικός γιατρός είναι πεπεισμένος ότι ο εγκέφαλος του πλέον δεν λειτουργεί φυσιολογικά και ότι κάποιες κινήσεις του κεφαλιού του που συμβαίνουν εννίοτε είναι απλά αντανακλαστικές. Η αλήθεια όμως είναι αρκετά διαφορετική. Ο Τζο πράγματι δεν μπορεί να περπατήσει, δεν μπορεί να ακουμπήσει με δική του βούληση κάτι, δεν μπορεί να μιλήσει, ούτε να δεί και να ακούσει, όμως το μυαλό του παραμένει άθικτο. Η σκέψη του είναι ζωντανή και φυλακισμένη σε ένα σωμά που είναι πλέον εντελώς μη λειτουργικό. Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος για πόσο εφιαλτική κατάσταση μιλάμε.
Η ταινία χωρίζεται σε τρία μέρη ουσιαστικά που εναλλάσονται το ένα με το άλλο. Το ένα είναι το ασπρόμαυρο παρόν όπου γινόμαστε μάρτυρες των σκέψεων του Τζο για την "καταδίκη" του, καθώς και της προσπάθειας του να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Το δεύτερο είναι το πολύχρωμο (σχεδόν technicolor) παρελθόν των αναμνήσεων του Τζο, που δίνει στοιχεία για την οικογένεια και τον προηγούμενο βίο του. Το τρίτο είναι η φαντασία του Τζο όπου βλέπουμε τις πιο μύχιες σκέψεις του και βιώνουμε την αγωνία του. Δεν είναι τυχαίος βέβαια ο τρόπος που έχει επιλέξει ο Τράμπο να απεικονίσει κάθε κατάσταση. Το άθλιο και δυσοίωνο παρόν είναι ασπρόμαυρο, το παρελθόν που εκφράζει νοσταλγία για μια άλλη ζωή είναι πολύχρωμο, και βέβαια η φαντασία του Τζο συχνά γκροτέσκ και σκοτεινή. Καθόλου παράλογο άλλωστε όταν κάποιος είναι καταδικασμένος να ζει μια τέτοια ύπαρξη.
Το φιλμ είναι γεμάτο κοινωνικούς σχολιασμούς που δεν περιορίζονται απλά σε αντι-πολεμικά μηνύματα, αλλά πάνε ακόμα παραπέρα και αμφισβητούν το σύστημα σφαιρικά. Ο στρατιώτης που εξέπεσε απο το ηρωικό του στάτους σαν προστάτης της πατρίδας, τώρα αντιμετωπίζεται απο το κατεστημένο σαν ένα κομμάτι κρέας που απλά ζει. Δεν του αναγνωρίζεται καμία αξιοπρέπεια και ανθρώπινη υπόσταση πια. Ήταν ακόμη ένας αναλώσιμος που θυσίασε τη ζωή του στο όνομα διάφορων ασαφών εννοιών όπως δημοκρατία και ελευθερία. Ένας ακόμα νέος που χαραμίστηκε για να ζήσουν οι γέροι. Ένας ακόμα μικρός που μπήκε στη μηχανή του κιμά για να έχουν να τρώνε οι μεγάλοι αυτού του κόσμου. Και το έκανε με περισσή χαρά και αίσθημα καθήκοντος. Οι φανταστικοί διάλογοι του Τζο με τον Χριστό (Ντόναλτ Σάδερλαντ) δεν προσφέρουν καμία λύση για την συνθήκη στην οποία βρίσκεται, ούτε καν παρηγοριά. Η θρησκεία που επαίρεται πως έχει όλες τις απαντήσεις είναι και αυτή περιορισμένη.
Σε κάποια σεκάνς του έργου ο Τζο θυμάται μια φορά που είχε πάει για ψάρεμα με τον πατέρα του στον ποταμό. Ο πατέρας του, του δειχνει κάποια βράχια και του λέει πάνω-κάτω το εξής "βλέπεις αυτά τα βράχια; Κάποτε εκεί πέρα κυνηγούσαν ινδιάνοι. Οι άνθρωποι τους σκότωσαν και τους ρίξαν στο νερό. Aπό τότε εκείνο το σημείο έχει πολύ ψάρι". Ξεκάθαρο σχόλιο για το πως οι Η.Π.Α. (αλλά και πολλές χώρες ακόμα) αφάνισαν και εκμεταλεύτηκαν στο έπακρο ιθαγενείς πληθυσμούς και μειονότητες ώστε να μπορέσουν να γίνουν μεγάλες και τρανές. Τέτοια μηνύματα μπορεί να ανακαλύψει κανείς πάρα πολλά αν είναι προσεκτικός. Παρ' όλο που δεν έχω διαβάσει το βιβλίο φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν ακόμα περισσότερα εκεί. Η ταινία πάντως παραμένει ένα άκρως αντι-συστημικό μανιφέστο που διέπεται πλήρως απο τα ουμανιστικά ιδεώδη και την ανάγκη του Ντάλτον Τράμπο να μας κάνει να γυρίσουμε πίσω στην πηγή και την αλήθεια της υπαρξής μας. Την αγάπη.
Επιστρέφοντας στην τελευταία πρόταση της πρώτης παραγράφου, αν θα έπρεπε να κάνω κάποια κριτική στην ταινία, θα ελεγα οτι η σκηνοθεσία του Τράμπο μπορεί πιθανότατα να εκφράζει το όραμα του, απο την άλλη δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο να παρούσιασει οπτικά. Είναι μια πολύ τυπική σκηνοθετική προσπάθεια, που μάλλον αντανακλά το γεγονός ότι ο Τράμπο δεν ήταν σκηνοθέτης επί της ουσίας. Και αυτό αποτρέπει κάποιον απο το να χαρακτηρίσει σαν αριστούργημα ένα φιλμ που σαν πρωτότυπο υλικό έχει όλα τα φόντα. Δεν μπορώ να φανταστώ τι ταινία θα βλέπαμε αν σκηνοθέτης ήταν ο Κουροσάβα για παράδειγμα.
Μια ακόμα ένσταση που έχω αφορά την ερμηνεία του Μπότομς, o oποίος κυρίως στις στιγμές που βλέπουμε τον Τζο στη τωρινή του κατάσταση, με την αφηγησή του δεν πείθει πάντοτε ότι είναι ο άνθρωπος αυτός που βλέπουμε να υποφέρει στην οθόνη μας. Δεν γίνεται πάντα πραγματικά αισθητή η αγωνία του, ίσως και η πιθανή τρέλα που θα ήταν φυσικό να τον έχει πιάσει. Ακόμα και στην ώρα της απογνωσής του περνάει προς τα έξω ως συμβιβασμένος και ψύχραιμος, ενώ κάποιος θα περίμενε να βράζει μέσα του και να ακροβατεί μεταξύ λογικής και παράνοιας. Απώλεσε έτσι απο αυτή την προσέγγιση δύναμη και ρεαλισμό το έργο κατά την αποψή μου.
Εν κατακλείδι το "Johnny got his gun" είναι ένα κλασικό έργο με διαχρονικά και ζωτικής σημασίας διδάγματα, το οποίο χάνει την πλήρη καλλιτεχνική αρτιότητα στα σημεία, αλλά έχει ένα τόσο σπουδαίο υπόβαθρο που η θέαση του αποτελεί must. Όποιος δεν το έχει δει, μετά την ανάγνωση αυτού του κειμένου υποχρεούται να το πράξει.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 8,5/10